Γέρων έχω (ποίημα)
12 Σεπτεμβρίου 2009
Ήμουν καλαμιά στης αβύσσου τον κάμπο,
πέρα δώθε μες, την άμμο
και με θεία οικονομία,
χαριτόβρυτη με σπλαχνίσθηκε του Ελέους Κυρία.
Με έβαλε στα δυο σου χέρια και ψηλά με ανέβασε,
στου ουρανού τα αστέρια.
Με προσευχής πότισες δάκρυ,
της χέρσας και σκληρής καρδιάς την άκρη.
Άνθισαν κρίνα, κελάηδησαν πουλιά,
έγινε του παράδεισου, η ψυχή φωλιά.
Γονάτισες νύκτα στο τρεμάμενο κανδήλι
και το κομποσκοίνι έγινε, ελέους στήλη.
Ανάμνηση ζωής αναίτιας προτεραίας,
θεμέλιο ελπιδοφόρας, ωραίας νέας.
Τι και εάν πειρασμέ χτυπάς μεμιάς.
Την ψυχή και εάν βροντάς, δεν ακουμπάς.
Γέρων έχω στο πλευρό μου,
κάνω κοίτα το σταυρό μου
και το σύμπαν ειν΄ δικό μου.
Μνάσων, ο αρχαίος μαθητής