Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής – 50 χρόνια από την κοίμησή του (2)
29 Αυγούστου 2009
Συνομιλία του κ. Κλείτου Ιωαννίδη με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό.
Κ. I.: Τί σας έλεγε για τον τρόπο, που προσευχόταν;
μ. I.: Από την άρχή που ξεκίνησε, κατανοώντας, με τα λίγα γράμματα που ήξερε, τη δύναμη που είχαν οι Πατέρες στη θεωρητική τους μορφή, βιαζόταν να φτάσει και αυτός εκεί. Δεν ήταν, βέβαια, εύκολο να το κατορθώσει. Όμως, ο πόθος του ήταν τέτοιος, που επέμενε- είχε αυτό, που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν ως «επαινετή αναίδεια». Επέμενε, εκλιπαρώντας το Θεό να μη του στερήσει αυτή την κατάσταση. Έλεγε στο Θεό παραπονούμενος: «Συ, Κύριε, οίδας πάντα και γινώσκεις. Εγώ εγκατέλειψα την κοινωνία ολοκληρωτικά, πέταξα τα πάντα και δεν υπολόγισα τίποτε, ούτε θα υπολογίσω, προκειμένου να έρθω κοντά Σου και να βρώ αυτό, που οι Πατέρες λένε ότι παρέχεις σ’ όσους Σε ακολουθούν. Εγώ, λοιπόν, το απαιτώ. Που είναι αυτό;».
Κλαίοντας και αγωνιζόμενος, λοιπόν, είχε την πρώτη επίσκεψη της χάριτος. Καθήμενος και βλέποντας την κορυφή του Αθωνος, όπου βρίσκεται ή εκκλησία της Παναγίας μας – εκεί ήκμασε ο Αγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης – παρακαλούσε και τη Δέσποινα Θεοτόκο, την όποια ιδιαίτερα αγαπούσε, επικαλούμενος τις πρεσβείες της, πότε να έρθει και σ’ αυτόν η θεία χάρις. Όπως, λοιπόν, καθόταν εκεί, χωρίς να εχει πείρα τότε και βίαζε τον εαυτό του να λέει την ευχή, ήρθε επάνω του μία ακτίνα φωτεινή, άκτιστος ενέργεια, η όποια μπήκε μέσα του κι άρχισε από τη στιγμή εκείνη να λειτουργεί μέσα στην καρδιά του ακώλυτα η ευχή.
Όπως μας έλεγε ο ίδιος, έβλεπε δύο εαυτούς. «Έβλεπα», έλεγε, «τον εαυτό μου, όπως ήμουν εξωτερικά κι έβλεπα ένα άλλο εαυτό μου μέσα μου, που έλεγε την ευχή με άπειρη γλυκύτητα και με μαθηματική ακρίβεια, χωρίς να προσπαθώ, χωρίς να κουράζομαι. Και με γέμιζε με τόση χαρά και τόση ευτυχία, που έλεγα ότι αυτός είναι ο παράδεισος, δεν χρειάζεται άλλος παράδεισος».
Αύτη ήταν η πρώτη επίσκεψη της θείας χάριτος. Όταν, λοιπόν, ο Θεός του έδειξε αισθητά τι είναι η θεία χάρις, ο καρπός που οι Πατέρες είχαν κερδίσει με την αγωνιστικότητα τους, δεν μπορούσε πλέον κανείς να τον σταματήσει. Επέτεινε την άσκηση του, απέφευγε τελείως τους ανθρώπους, για να μην ομιλεί και να μην ακούει, ώστε να διασπάται πάλι πίσω ο νους του. Μοναχός σημαίνει λήθη του παρελθόντος, πρέπει να ξεχαστούν τα παλιά, για να κτιστούν τα καινούργια – κι άσχολείτο όλο με την αγρυπνία και την προσευχή. Έφτιαχνε απ’ αυτές τις σκουπίτσες, που σας ανέφερα προηγουμένως, τις έπαιρνε στη Μεγίστη Λαύρα κι΄ έπαιρνε παξιμάδι, με το οποίο περνούσε όλη την εβδομάδα.
Στην περίοδο των οκτώ αυτών ετών δέχθηκε και ισχυρές επιθέσεις του πονηρού. Ο πόλεμος, τον οποίο δοκίμασε από τη λύσσα των πονηρών πνευμάτων, ήταν τόσο ισχυρός, ώστε τον ανάγκασε να επιτείνει τη σκληρότητα έναντι της σάρκας του, διότι πίστευε ότι μέσω αυτού του τρόπου θα κατόρθωνε ν’ απαλλαγεί.
Πράγματι, όπως μας διηγείτο ο ίδιος, επί οκτώ χρόνια δεν ξάπλωσε στο πλευρό. Είχε ένα σκαμνί ξύλινο κι εκεί καθόταν και κοιμόταν. Δεν απελπιζόταν, όμως, διότι αυτή ήταν η γραμμή των Πατέρων, όπως τη μελετούσε στα βιβλία. Πολλοί Πατέρες είχαν, άλλωστε, δοκιμαστεί σκληρότερα.
Τότε του έδειξε και η Κυρία Θεοτόκος την παρουσία της. Όπως μας αφηγείτο ο ίδιος, είδε την Παναγία ζωντανή και ολόσωμη, να λάμπει όπως ο ήλιος και να βαστάζει στην αγκαλιά της τον Κύριο μας Ιησού. Μόλις είδε, μέχρις ενός σημείου βέβαια, την θεοπρεπή εκείνη δόξα της Θεοτόκου, δεν μπόρεσε να σταθεί άλλο, έπεσε κάτω στο δάπεδο κι άρχισε να κλαίει ψιθυρίζοντας: «Δέσποινα μου, Δέσποινα μου, μη με εγκαταλείπεις». Τότε άκουσε τη μακάρια και μελισταγή φωνή της Παναγίας, η όποια του έδειξε έτσι την πρόνοια της και ότι ήταν η κηδεμών του.
Κ. I.: Πώς ήταν η ζωή σας δίπλα στο μακαριστό Γέροντα;
μ. Ι.: Όταν ήμαστε νεώτεροι, ήταν υποχρεωτική η αγρυπνία- ξεκινούσαμε από το ηλιοβασίλεμα και σταματούσαμε τα μεσάνυκτα. Με τη δύση του ηλίου αρχίζαμε να προσευχόμαστε κατά μόνας κι ήμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε κατά μόνας προσευχόμενοι. Μετά τα μεσάνυκτα μας επέτρεπε να τον πλησιάσουμε, να του πούμε τους λογισμούς μας και να μας δώσει συμβουλές. Αυτό γινόταν δύο τρία χρόνια κι ούτε του κρύβαμε ό,τιδήποτε. Και να θέλαμε άλλωστε να του κρύψουμε κάτι δεν μπορούσαμε, διότι μας το έλεγε εκείνος με το διορατικό του χάρισμα.
Μετά, όταν αποκτήσαμε ένα είδος εμπειρίας πλέον, πηγαίναμε να του μιλήσουμε μόνο όταν είχαμε ανάγκη, αλλά ουδέποτε πριν από τα μεσάνυκτα.
Μας ερμήνευε συνεχώς τον πνευματικό νόμο. Τα κείμενα των Πατέρων μας τα ερμήνευε με τόση λεπτομέρεια, που πραγματικά τα έβαζε μέσα μας κι αισθανόμαστε να τα πάσχουμε κι εμείς. Διότι άλλος είναι εκείνος, που από μελέτη διδάσκει κι άλλος είναι εκείνος, ο όποιος «παθών έδιδάχθη και μαθών εκδιδάσκει».
Όταν μας μιλούσε για την έννοια της υποταγής και εξαρτήσεως, μας έλεγε πάντοτε ότι μόνο αν ο άνθρωπος συντρίψει τον εγωκεντρισμό του θα μπορέσει να διώξει τον «παλαιό άνθρωπο». Παρόντος του εγωκεντρισμού δεν μπορεί η θεία χάρις να παραμείνει μέσα στον άνθρωπο και να τον ανακατασκευάσει. Το τέρας, που λέγεται εγωισμός, πέφτει μόνο με την απόλυτη υποταγή και υπακοή.
Στη συνέχεια μας εισήγαγε στο νόημα της αγάπης του Θεού. Με κάθε λεπτομέρεια και με πολλούς σαφείς και κατάλληλους προσδιορισμούς, που συνέλεγε με κάθε λεπτομέρεια, μας αποδείκνυε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο άξιο ν’ ασχολείται μαζί του ο άνθρωπος, από την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα είναι ματαιότης. Κι΄αυτές ακόμη οι αρετές κι αυτά ακόμη τα αγωνίσματα είναι «άχρι καιρού», μέχρι να μας μεταφέρουν σ’ ένα σημείο. Το κέντρο είναι η αγάπη του Θεού. Αν κατακτήσουμε την αγάπη του Θεού, την όποια θα φέρει η θεία χάρις, επιτύχαμε το σκοπό μας. Το σύνθημα μας ήταν η θεία χάρις. Όλες μας οι κινήσεις, οι ομιλίες, οι προσδοκίες και οι δραστηριότητες ήσαν ακριβώς περί χάριτος- να δούμε μέσα μας την ενέργεια της χάριτος, η όποια θα μας απάλλασσε από τον παλαιό άνθρωπο. Η συνεχής διδαχή του ήταν περί χάριτος.
Όταν κάμναμε κάποιο λάθος, δεν μας ήλεγχε με απότομο τρόπο. Υποδείκνυε το λάθος, Οταν εμείς το ξεχνούσαμε. Κι αποδείκνυε με λεπτομέρειες τις αίτιες, που προκάλεσαν το λάθος, από την είσοδο του πρώτου λογισμού μέχρι που φτάσαμε στην ενέργεια. Μας τα περιέγραφε με τόση σαφήνεια, που λέγαμε: «Ζει μέσα μας αυτός ο άνθρωπος;». Εμείς, που τα πάσχαμε, ξεχνούσαμε τον τρόπο κι εκείνος με τόση λεπτομέρεια μας διασαφήνιζε την αιτία της πτώσης. Θαυμάζαμε και λέγαμε ότι περισσότερο ήταν μέσα μας εκείνος παρά εμείς.
Στο Γέροντα αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, η αφύπνιση – ας μου επιτρέψουν οι αθωνίτες να το πω έτσι – του Αγίου Όρους μετά το μαρασμό που είχε εισχωρήσει στον Αθωνα τότε, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν να παραμελούνται ή εσωστρέφεια και η πνευματική υφή της μοναστικής ζωής, που αποτελούν την πραγματική θεολογία. Αν σήμερα αυτή ακμάζει στο Αγιον Όρος, οφείλεται εν πολλοίς στο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή ή Σπηλιώτη, με την τεράστια ώθηση που έδωσε κι επανέφερε τον αγιορείτικο κόσμο στην αληθινή έννοια και στη συνέχιση της Παλαμικής θεολογίας.
(Κλείτου Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ου Αιώνος σ. 191-196)
Η εικόνα είναι από το: http://solzemli.wordpress.com/2009/07/17/elder-joseph-the-hesychast-on-trusting-in-god/