Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (14)
18 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
14. Η επίγνωσις του θείου θελήματος.
«Να, μας έλεγε, και εσείς να μη βιάζεσθε και να επιχειρήτε αμέσως ό,τι σας λέγει ο λογισμός χωρίς πολλήν υπομονήν και δοκιμασίαν. Ο άνθρωπος που έχει ανυπομονησία και βιάζεται, ποτέ δεν μπορεί να καταλάβη το θείον θέλημα, και επομένως γαλήνην ποτέ του δεν θα εύρη, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και υπομονή. Συνήθως εγώ όσες φορές ηξιώθηκα να πληροφορηθώ ποίον είναι το θέλημα του Θεού, εις το τέλος της εξαντλητικής υπομονής το εύρισκα. Και οσάκις πάλιν η Χάρις του Θεού με παρηγόρησε, εις το τέρμα της μικρής μου δυνάμεως και υπομονής γινόταν.
Πολλές φορές πάλιν ο άνθρωπος κάμνει ό,τι είναι απ’ αυτόν και βιάζεται και αναμένει και επιθυμεί να πληροφορηθή περί εκείνου που ενδιαφέρεται, εάν είναι σύμφωνον με το θείον θέλημα, και όμως δεν λαμβάνει καμμίαν πληροφορίαν. Άς κάμη τότε τον σταυρόν του και ας αρχίση με πολλήν προσοχήν γυμνώνοντας την ενέργειάν του τελείως από το δικό του θέλημα και κράζοντας με πάθος,”Κύριε, συ πάντα οίδας, συ πάντα γινώσκεις, μη με αφήσης να χαθώ”, παρακολουθώντας την έκβασιν με υπομονήν. Και αν ίδη ότι συνήντησεν αντίδρασιν και μάλιστα σε σημείον που δεν έπρεπε, τότε ας παύση να συνέχιση. Με αυτόν τον τρόπον εξελίξεως των πραγμάτων ίσως εφανερώθη το θείον θέλημα. Τέλος πάντων, ή εις την αρχήν κάποιας υποθέσεως ή κατά την πορείαν της, για να φανερωθή το θείον θέλημα χρειάζεται πολλή ακρίβεια και προσοχή». Εγώ του έλεγα: «Σε εμάς τώρα δεν φανερώνεται το θείον θέλημα, διότι γνωρίζει ο Θεός ότι δεν θα το εφαρμόσωμεν και θα έχωμεν περισσότερον βάρος και κρίμα». Και μου απαντούσε: «Δεν είναι όπως το λέγεις. Κανένα χρήσιμον πράγμα δεν υστερεί ο Θεός να δείξη σε εκείνον που το ζητά, αλλά δεν έχομεν ακρίβειαν, ούτε καθαράν συνείδησιν που μαρτυρεί τον εσωτερικόν μας άνθρωπον και γι’ αυτό δεν αντιλαμβανόμεθα ούτε το θείον θέλημα, ούτε και αισθανόμεθα την Χάριν του Θεού να μας παρήγορη και να μας δίδη δύναμιν προς τα εμπρός, γι’ αυτό και η γενεά μας όλο οπισθοχωρεί και τις οίδε που θα κατάντησωμεν»;
Άλλοτε μας έλεγεν: «Ο μοναχός πρέπει να είναι σαν έναν που στέκεται εις την μέσην του δωματίου και κοιτάζει αν ακουμπάη τίποτα επάνω του να το απομακρύνη και τότε είναι ελεύθερος. Οι άθληταί ούτε και τα ενδύματα τους δεν φορούν όταν αγωνίζωνται. Αυτό το παράδειγμα φανερώνει μία πραγματικότητα. Εις τον μοναχόν ό,τι ακουμπάει είναι πάθος και όπου κυριαρχεί ένα πάθος δεν υπάρχει ελευθερία , γιατί τα πάθη δεν ακουμπάνε μόνον, αλλά δένουν εκείνα τα μέλη που είναι υπό την επίδρασίν τους. Εκείνος ο οποίος έχει τα μέλη του δεμένα δεν μπορεί να είναι σωστός, αρτιμελής. Στερείται την ολότητα του, και αν το μεταφέρωμεν εις το πνευματικόν μέρος,το “έσεσθε τέλειοι”,που λέγει ο Κύριος μας, είναι τρόπον τινά εντολή και όχι διδασκαλία, διότι ο ίδιος είναι τέλειος. Εις την Πάλαιαν Διαθήκην ούτε ζώα που προορίζοντο για θυσίαν εδέχετο, εάν είχαν λειψά μέλη. Πώς λοιπόν θα αποκαλυφθή το θείον θέλημα ή η θεία Χάρις σε τέτοιαν κατάστασιν ή πώς θα απαλλαγώμεν από την αστάθειαν και την ακαταστασίαν, που είναι απόρροια των παθών μας και απόδειξις ότι ζη ολόκληρον το δικό μας θέλημα αντί εκείνο του Θεού; Οι Άγιοι Πατέρες , και όχι να πάμε μακρυά, οι πιό κοντινοί, οι προκάτοχοι μας, έκαναν υπεράνθρωπους θυσίας και κόπους για να απαλλαγούν από τα πάθη τους, επειδή ήξεραν ότι αν δεν παραμερίσουν τα πάθη, η Χάρις του Θεού δεν πλησιάζει, διότι “εις κακότεχνον ψυχήν και εμπαθή, Θεός ουκ εισελεύσεται”. Και αν η Χάρις του Θεού απουσιάζη, τι μπορεί να κάμη ο πτωχός άνθρωπος; Ό,τι αποφασίσει σήμερον, αύριον το αναιρεί· και ό,τι έτυχε να κτίση εις την αρχικήν του ευλάβειαν, το κρημνίζει, και είναι σαν ένα πράγμα άβουλον που γυρίζει όπως του έρθουν τα πράγματα, χωρίς πρόγραμμα και σκοπόν, και καμμίαν φοράν καταλήγει κανείς να θεωρή τα πάθη ως ανδρείαν και αρετήν.
Όταν έλεγαν οι Πατέρες ότι η αποβολή των παθών ομοιάζει με αιματοχυσία, δεν το έλεγαν άσκοπα· είναι πραγματικότης. Όταν είμεθα εις τα Κατουνάκια και ήμουν ακόμη αρχάριος, ήταν κάποιος καλόγηρος που μάλλωνε τον Γέροντα μας όλως διόλου άδικα. Μίαν ημέραν τόσο πολύ είχε στενοχωρήσει το γεροντάκι, χωρίς κανένα λόγον, που δεν ημπορούσα πλέον να κάμω υπομονήν. Τόσο εγιγαντώθη μέσα μου το πάθος του θυμού, που δεν ήτο δυνατόν να αντισταθώ, ήμουν δε φύσει ζωηρός, γιατί εις τον κόσμον ήμουν καπάτσος και έδειρα πολλούς. Η παραμικρά μου κίνησις θα ήτο παράφορα, η λογική δεν ημπορούσε μόνη της να καταβάλη το θηρίον αυτό του θυμού, έμενεν να ένεργήση μόνον η Χάρις του Θεού και έτσι έγινεν. Έτρεξα αμέσως εις το εκκλησάκι μας και έπεσα μπρούμυτα μπροστά εις την εικόνα της Κυρίας μας Θεοτόκου και φώναξα πολλές φορές δυνατά: “Παναγία Θεοτόκε, βοήθησε με”. Και Χάριτι Θεού και της Δεσποίνης μας έφυγε το πάθος σαν άγχος από πάνω μου και μου ήρθαν δάκρυα και γαλήνεψε τελείως η ψυχή μου και αυτόν που πρό ολίγου, αν ήταν τρόπος θα τον σκότωνα, ήθελα να τον εναγκαλισθώ από αγάπην και στοργήν. Να λοιπόν, που η Χάρις του Θεού είναι πάντοτε η ίδια και βοηθάει, όταν κανείς την επικαλεσθή.