Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (11)
14 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
Όταν η Χάρις του Θεού βοηθά, ο άνθρωπος δεν υπολογίζει όλα τούτα, αλλά καμμιά φορά κρύπτει την παρουσίαν Της, “τίς οιδε”,για να δοκιμάζεται η προαίρεσις του άνθρωπου, και τότε φαίνεται όλη η πικρία των πειρασμών. Σε μια τέτοια κατάστασιν ειχα φθάσει τότε και η απόγνωσις με κτυπούσε με όλην της την ισχύν. Η μόνη παρηγοριά ήτο η ευχή και τα δάκρυα. Όταν πνιγόμουν πολύ, καθόμουν περίλυπος και έκλαιγα έως ότου ευρω παρηγορίαν. Μια βραδιά που ήμουν πολύ βαρυμένος και αναποφάσιστος, κάθισα στενάζοντας να είπω την ευχήν. Όταν η δύναμις της υπομονής εξαντληθή, όσον και αν αυτοπαρηγορηθή ο άνθρωπος δεν έχει αποτέλεσμα. Όταν το βάρος είναι υπερφυσικόν, μόνον η δυναμις του Θεού μπορεί να το διάλυση. Ο άνθρωπος αφ’ εαυτού του τίποτα δεν είναι. Έσκυψα την κεφαλήν μου όπως κάθισα και έλεγα με παράπονον την ευχήν. Δεν θυμάμαι πόσον πρόλαβα να είπω και έξαφνα γέμισα μέσα μου φως και γέμισε με πολλήν αγάπην η καρδία μου και όσο πρόβαινε,γινόταν περισσότερον, μέχρι που βγήκα από τον εαυτόν μου. Βρέθηκα βαδίζοντας προς ανατολάς και μπροστά μου ήταν μια μεγάλη πεδιάδα ολόλευκη και φωτεινή. Αφού εβάδισα αρκετά και δεν φαινόταν κανένα σημείον ορίζοντος ή άλλου τινός, άρχισα να δειλιώ, πως βρέθηκα έτσι και που πρόκειται να πάω και κοίταζα με ενδιαφέρον να μπορέσω να προσανατολισθώ και διαρκώς απορούσα. Τότε σαν να διέκρινα σε κάμποσην απόστασιν ένα είδος σαν κοιλότητα του τόπου και υπέλαβα ότι κάτι θα είναι εκεί και χωρίς να σταματήσω καθόλου βάδισα προς τα εκεί. Μόλις πλησίασα,άκουσα να βγαίνουν από μέσα ομιλίες και πήρα θάρρος και βάδιζα πιο σύντομα. Όταν πλησίασα τελείως κοντά, είδα ότι ήτο ένα είδος καταβόθρας , όπως εις τας μεγάλας πόλεις, εις τας υπογείους σύραγγας, πλην όμως πολύ μεγάλη και καμωμένη με πολλήν τέχνην.
Δεν πρόλαβα καλά να περιεργασθώ και βλέπω να άνεβαίνη κάποιος αξιωματικός,που μαρτυρούσε ότι ειχε μεγάλην εξουσίαν. “Ορίστε, πάτερ”, μου λέγει, “εδώ να προσκυνήσετε· καλά κάματε που ήλθατε εδώ”. Και γυρίζοντας πίσω τον ακολούθησα και εγώ κατεβαίνοντας τα ωραία εκείνα σκαλοπάτια. Όταν εφθάσαμεν εις το δάπεδο, φαινόταν ότι ήτο νάρθηκας μεγαλοπρεπούς ναού, με ωραιότατα και πολύτιμα στασίδια και σε κάθε ένα εκάθετο ένας νέος αξιωματικός. Θυμάμαι όμως ότι τον εαυτόν μου τον έβλεπα με τα παλιόρουχά μου και τον σκούφον, όπως ήμουν πάντοτε. Μόλις με είδαν εκείνοι οι ωραιότατοι νέοι σηκώθηκαν και κάθε ένας με παρακαλούσε να καθίσω εις το στασίδι του, από δε το βάθος του ναού ακουόταν ένας γλυκύτατος ύμνος και μου φάνηκε ότι απευθυνόταν εις την Παναγία μας. Εγώ από την συστολήν μου και την έκστασιν όπου είχα, παρεκάλεσα να με αφήσουν να καθίσω κάτω σε μίαν γωνίαν και να ακούω την ωραίαν εκείνην φωνήν. Όταν τελείωσε ο ύμνος, ήλθεν εκείνος ο αξιωματικός που με κατέβασε εξ αρχής και με εφώναξε να πάω μέσα να προσκυνήσω τον ναόν. Τον ακολούθησα με θάμβος και προσοχήν και περάσαμεν από το μέσον των νεωτάτων εκείνων αξιωματικών και μπήκαμεν εις τον κυρίως ναόν,τον οποίον πρωτύτερα δεν ημπορούσα να ιδώ. Τόσον εκστατικόν ήτο το μεγαλείον και η ευπρέπεια του τεραστίου εκείνου ναού, που αν δεν με τραβούσε ο λαμπρός εκείνος οδηγός, δεν θα ημπορούσα να κινηθώ.
Την περισσοτέραν όμως προσοχήν μου έστρεψα εις το εξαίσιον και ακατανόητον γιά μένα τέμπλο του ναού, όπου ήσαν δύο μεγάλες και επιβλητικές εικόνες του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναγίας Αυτού Μητρός· η μεν δεξιά και η άλλη αριστερά , όπως συνηθίζεται. Όταν κοίταξα, καθώς ειχα όλως αιχμαλωτισθή, έβλεπα ότι δεν είναι εικόνες, αλλά σαν να ήσαν οι ίδιοι και πάλιν μου φαινόταν για εικόνες. Όταν με ένυξε ο οδηγός μου και πλησιάσαμεν κοντά και προσκυνήσαμεν, αυτός πρώτον την εικόνα του Δεσπότου μας Χριστού και έπειτα την Κυρίαν μας Δέσποιναν, δεν θυμάμαι όμως αν πρόλαβα και χαιρέτησα εγώ. Τότε ο οδηγός μου, που φαινόταν ότι είχε πολλήν οικειότητα, με ένα ύφος παρακλητικόν και με φωνήν πολύ καθαράν, που την θυμάμαι σαν τώρα, είπε προς την εικόνα της Κυρίας μας: “Δέσποινα του κόσμου, δείξε την δόξαν σου εις τον δούλόν σου, να μη καταποθή από την απόγνωσιν”. Τότε,τι να ειπω ο ευτελής -και όταν το έλεγεν έκλαιγε πολύ-η παναγία εκείνη μορφή της Θεομήτορος έλαμψεν όπως ο ήλιος και είδα πλέον,όχι σαν εικόνα, αλλά ζωντανήν και ολόσωμον κατά την δύναμη της θνητότητός μου την Κυρίαν του παντός και Βασίλισσαν, βαστάζουσαν εις τα γόνατα Της το προαιώνιον Βρέφος, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν, πλήρη Χάριτος και μεγαλείου. Εις το διάστημα αυτό επεκράτησε πολλή σιγή και γαλήνη από το εκκλησίασμα που αποτελείτο όλο από ωραιότατους νέους, και που φαίνεται ότι αυτοί έψαλαν πρωτύτερα τον θεομητορικόν ύμνον.
Εγώ μόλις ειδα μέχρις ενός σημείου την θεοπρεπή εκείνην δόξαν της Κυρίας μας, δεν μπόρεσα να σταθώ άλλο, αλλ’ έπεσα κάτω εις το δάπεδον και άρχισα να κλαίω ψιθυρίζοντας: “Δέσποινα μου, Δέσποινα μου, μη εγκαταλίπης με”. Τότε ήκουσα την μακαρίαν εκείνην φωνήν και μελισταγή και πάσης παρηγοριάς υπερτέραν να λέγη εις τον οδηγόν μου: “Πάρε τον τώρα εις τον τόπο του να αγωνίζεται και ας έχει την ελπίδα του σε μένα”. Τότε αισθάνθηκα ότι με ένυξε κάποιος εις τον ώμον και δοκιμάζοντας να σηκωθώ, βρέθηκα εις τον τόπον μου που καθόμουν από την αρχήν και έλεγα την ευχήν και ήτο το πρόσωπόν μου βρεγμένον από δάκρυα. Από τότε και ύστερα,τόσην εύλάβειαν και άγάπην αισθανόμουν εις την Δέσποινάν μας, που μόνον το πανάγιόν της όνομα να ήκουα, σκιρτούσε η καρδία μου. Από τότε και ύστερα επεδεινώθη ο πόλεμος του ύπνου και της σαρκός». «Βλέπετε;», μας έλεγε,«κάθε φορά που ο άνθρωπος λαμβάνει μίαν προσθήκην παρηγοριάς και προαγωγής εις το πνευματικό μέρος, τον διαδέχονται και σφοδρότεροι πειρασμοί».