Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (8)
11 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
7. Εγκαταβίωσις εις την ερημικήν Σκήτην του Αγίου Βασιλείου.
«Όσον όμως εγώ εντρυφούσα εις την ευχήν και εύρισκα παρηγορίαν από την Χάριν του Θεού, τόσον και οι εξωτερικοί πειρασμοί μεγάλωναν. Τέλος η εκεί διαμονή μας ήτο πλέον προβληματική, γιατί δεν υποχωρούσα καθόλου από το αυστηρόν ύφος που χάραζα και προ πάντων όσον έβλεπα από εκεί προκοπήν εις τον πνευματικόν τομέα. Οι άνθρωποι όμως άρχισαν να μας καταφέρωνται και προσωπικώς. Έπεισαν τους πνευματικούς εναντίον μου και δεν με δέχονταν. Και όταν ηθέλησε ο Γέροντας μου να με κάμη καλόγηρον, δεν επέτρεψαν σε κανέναν να με διάβαση. Αφού η κατάστασις εκορυφώθη και δεν έπαιρνε άλλο, εφύγαμεν με κοινήν συμφωνίαν μεταξύ μας για τον Άγιον Βασίλειον, με πρόγραμμα να ησυχάσωμεν εκεί. Πράγματι ησυχάσαμεν εκεί, πλην όμως εταλαιπωρηθήκαμεν πολύ, γιατί εις το μέρος που εκαθίσαμεν δεν ευρήκαμεν ετοίμους καλύβας και εκάμαμεν εμείς, σχεδόν εκ του μηδενός. Εκεί το Γεροντάκι μας δεν έζησε πολύ, τον πήρε ο Θεός με οσιακόν θάνατον.
Όταν εμείναμεν μόνοι μας με τον πατέρα Αρσένιον, πολύ βιαζόμεθα εις την νηστείαν και εις την ευχήν. Ο διακαής μας πόθος ήτο να εύρωμεν έναν πνευματικόν άνθρωπον, που να εργάζεται και να γνωρίζη αυτά που ζητούσαμεν εμείς. Παρατούσαμεν τας καλύβας και εφεύγαμεν παντού, όπου ακούγαμεν ή νομίζαμεν ότι θα συναντήσωμεν τέτοιους ανθρώπους ησυχαστάς. Παντού ευρίσκαμεν ανθρώπους ευλαβείς και γεροντάκια που μας παρηγορούσαν και μας έδιναν θάρρος, πλην όμως πέραν τούτου δεν συναντούσαμεν πουθενά. Άνθρωπον που να έχη μέσα του ευχήν και θεωρίαν δεν ευρίσκαμεν πουθενά. Διέδιδαν κάποιοι ότι υπάρχουν ασκηταί γυμνοί και αθέατοι εις τους πολλούς με όλα τα χαρακτηριστικά των παλαιών Πατέρων και μάλιστα ότι φανερώθηκαν μίαν φοράν εις την καλύβην του μακαρίτου του παπα-Γρηγόρη του πνευματικού εις την Μικράν Αγίαν Άνναν και αυτό μας διέγειρε περισσότερον την επιθυμίαν εις το να ανιχνεύσωμεν παντού και ιδίως εις τα υψηλότερα κατοικήσιμα μέρη του Άθωνος και των πέριξ τόπων, μήπως και αξιωθώμεν να τους συναντήσωμεν εις μάτην όμως». Μας έλεγεν ότι, «πολύ εκοπίασα και πολύ έκλαψα και παρεκάλεσα τον Θεόν γι’ αυτόν τον λόγον, εις το να μας αξιώση να εύρωμεν έναν απλανή οδηγόν που να γνωρίζη για την θεωρίαν και την εύχήν. Πολύ ολίγοι ήσαν εκείνοι που μας καταλάβαιναν τι επιδιώκαμεν, χωρίς βέβαια να μπορούν να μας βοηθήσουν συγκεκριμένα, οι δε άλλοι μας είχαν για τρελλούς».
Όπως μας διηγείται μέχρι σήμερα ο πατήρ Αρσένιος, «ο Γέροντας άρχισε με τόσην ορμήν και ζήλον και διακαή πόθον να επιτύχη την Χάριν του Θεού, που δεν άφηνε τίποτε από όσα διαβάζαμεν εις τους παλαιούς Πατέρας και μάλιστα τους ησυχαστάς ώστε να μη το εφαρμόση. Όσον είμεθα νέοι κατ’ αρχάς και βαστούσε το σώμα μας, τόσην πολλήν φτώχεια είχαμεν και άκτημοσύνην, που δεν είχαμεν τίποτε σχεδόν και τότε μόνον δέχθηκε ο Γέροντας να αποκτήσωμεν κάτι εις την καλύβην μας, όταν δεχθήκαμεν και άλλους για συνοδία. Εις την αρχήν, μετά τον θάνατον του Γέροντος μας, επί οκτώ – δέκα χρόνια είμεθα μόνοι μας και σ’ όλην αυτήν την περίοδον ο Γέροντας ήγωνίζετο υπερβολικά. Όλον το καλοκαίρι γυρίζαμεν από τόπον σε τόπον για να μη μας βρίσκη άνθρωπος, σε μέρη απόκεντρα και ησυχαστικά και μέναμεν ο ένας μακρύτερα από τον άλλον για να μη ομιλώμεν, και λέγαμεν την ευχήν.
Όπου ακούγαμεν ότι είναι καμμιά σπηλιά ή άλλος τόπος όπου κατά παράδοσιν εκατοίκησεν κανένας από τους παλαιούς Πατέρες του τόπου μας, πηγαίναμεν και μέναμε. Τον περισσότερον όμως καιρόν μέναμεν εις τον Άθωνα. Όλον τον χειμώνα μέναμεν εις τας καλύβας μας και το καλοκαίρι πάλιν τα ίδια».