Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (7)
10 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
6. Η γνωριμία του με τον πατέρα Αρσένιον και η υποταγή τους εις τον Γέροντα Εφραίμ.
Εκεί εις τον Άθωνα ησυχάζοντας, εγνώρισε τον πατέρα Αρσένιον, τον μετέπειτα αχώριστόν του σύντροφον και αδελφόν, κατά την εορτήν της Μεταμορφώσεως, όπου συνήθως ανεβαίνουν και άλλοι μοναχοί. Ο πατήρ Αρσένιος τον έπεισε να εγκατάλειψη την μοναξιάν και να συγκατοικήσουν ομού εις τα Κατουνάκια εις υπακοήν, κατά την συμβουλήν του αειμνήστου παπα-Δανιήλ, με την ίδια πάντοτε αγωνιστικήν διάθεσιν και τον ησυχαστικόν σκοπόν, έχοντας και αυτός την ιδίαν επιθυμίαν και τον αυτόν ακριβώς σκοπόν. Ο Γέροντας εσυμμορφώθη και πράγματι υπετάχθησαν εις τον μακαρίτην γερο-Εφραίμ τον Βαρελλά, εις την καλύβην «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» εις τα Κατουνάκια. Το Γεροντάκι αυτό που κάθησαν, ήτο απλούστατον και σιωπηλόν, που πολλάκις διερωτώντο όσοι τον έβλεπον, αν έχη ομιλίαν ή είναι φυσικά βουβός.
Η διαγωγή των δύο νέων ενθουσίασε το Γεροντάκι και εντός ολίγου άρχισε και αυτός να επιδιώκη την πραγματικήν ήσυχίαν και την θεωρίαν, ενώ πριν μόνον τον τύπον εγνώριζε χωρίς καμμία υψηλοτέραν έννοιαν. Ο Γέροντας βλέποντας ότι και το Γεροντάκι είχε τας ιδίας διαθέσεις, όπως και αυτοί, άρχισε να περιορίζη το μέρος και να αποκόπτη τας πολλάς επαφάς με τους πολλούς, τους οποίους η ιδιότης του επαγγέλματος επροκαλούσε. Πρώτη η αιτία αυτή και υστέρα και η αποχή των από τας κατ’ έθος πανηγύρεις και εορτάς εις τας γειτονικάς καλύβας και εν γένει το αυστηρόν του ήθους που ο Γέροντας πάντοτε μεταχειριζόταν, δημιούργησε πολύ σύντομα και εναντίον του επικρίσεις. Επειδή το Γεροντάκι, ο γερο-Εφραίμ, ήτο πολύ απλούς, και επομένως αδύνατος να έπιβληθή, τον λόγον είχε πάντοτε ο Γέροντας ο Ιωσήφ, και αυτό επεδείνωνε την κατάστασιν, γιατί οι πατέρες του τόπου θεωρούσαν προσβολήν ένας νεώτερος να μη ακολουθή τα έθιμα του τόπου. Η κατάστασις αυτή κράτησε περίπου δύο χρόνια, όσον όμως πρόβαινε, εγινόταν περισσότερον σοβαρή και έπρεπε ή να αρνηθούν τον αυστηρόν τρόπον της διαγωγής και να συμμορφωθούν με το περιβάλλον, ή να φύγουν και να εγκαταλείψουν τον τόπον.
Εις την περίοδον αυτήν ο Γέροντας πολύ βιαζόταν και ιδίως αγρυπνούσε και αγωνιζόταν εις την ευχήν. Όπως μας έλεγεν, είχε κατασκευάσει έξω από το σπίτι και εις την άκραν της περιοχής, υπό το γύρισμα κάποιου βράχου, ένα είδος τεχνητής σπηλιάς με σανίδια και εκεί καθόταν κάθε ημέραν, εν ειρήνη και ησυχία, και έλεγε την ευχήν. Είχε πρόγραμμα κάθε ημέραν να κάθεται εκεί μέσα και να κρατά τον νουν μέσα εις την καρδίαν του επί έξ ολόκληρους ώρας και έπειτα να σηκώνεται.
«Ο σκοπός μου, μας έλεγεν, αφ’ ότου με ηξίωσε ο Θεός και είδα την Χάριν Του, δεν ήτο άλλος πλέον, αλλά πως να βιάζωμαι και να προσέχω και να αγρυπνώ συνεχώς, όχι μόνον μήπως και την χάσω, αλλά και να την αυξήσω, φυσικά όχι εγώ, αλλά αυτή αφ’ εαυτής. Δεν κολλούσεν ο νους μου ούτε σε τέχνες, ούτε σε χρήματα, ούτε σε μεγαλεία, ούτε σε κανένα πράγμα γήινον και υλικόν απ’ εναντίας και εκείνα τα ολίγα που είχαμεν τα εσκορπίζαμεν μέχρις το σημείο που ούτε πνευματικά βιβλία δεν κρατήσαμεν. Και πράγματι με όποια διάθεση προσφέρεται κανείς εις τον Θεό, έτσι και ό Θεός τον χαριτώνει, γιατί πολλήν βοήθειαν μου έδωσε και παρηγοριά η Χάρις Του».
«Μίαν ημέραν, μας έλεγε, που ήταν αγρυπνία, εγώ δεν πήγα, αλλά κάθησα εις την σπηλιάν μου, όπως πάντοτε, και έλεγα με πολλήν ακρίβειαν την ευχήν – νομίζω ότι ήτο η εορτή των Θεοφανείων. Όπως καθόμουν και συγκέντρωνα τον νουν μου, κατά την συνήθειάν μου μέσα εις την καρδίαν μου, σε ποια ώρα ακριβώς δεν κατάλαβα, βλέπω πως γέμισε ο τόπος φως και ευωδιά και έξαφνα βρέθηκαν μπροστά μου τρία όμορφα παιδάκια, όμοια εις την ηλικίαν και την μορφήν. Ήσαν δε τόσον όμοια, που ήτο αδύνατον να τα διακρίνης απ’ αλλήλων, ούτε εις το πλέον ελάχιστον χαρακτηριστικόν. Τόσον δε όμορφα και τόσον χαριτωμένα ήσαν, που ολόκληρος η θεωρία μου και η διάνοια και όλος μου ο εαυτός ήτο προσκολλημένος σ’ αυτά.
Όπως ήσαν απέναντι μου έβάδιζαν προς τα επάνω μου με έναν ρυθμόν, με ένα βήμα, με ένα κίνημα και έψαλαν μελωδικώτατα και ευκρινέστατα μία πρός μία τας λέξεις: “ Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια”. Τόσον γλυκεία ήταν η φωνή των και τόσον μέσα μου εισεχώρησεν, που βγήκα από τον εαυτόν μου και δεν καταλάβαινα αν είμαι εις την γην ή αν απέθανα. Όταν ήρχοντο πλησίον, βάδιζαν πάλιν προς τα πίσω, χωρίς να στρέψουν τα νώτα και επανελάμβανον τον ίδιον ύμνον, με την ίδιαν γλυκύτητα και μελωδίαν. Όταν έφθαναν πίσω πίσω μέχρις ένα σημείον και άρχιζαν να βαδίζουν προς τα επάνω μου, ευλογούσαν με το χεράκι τους το δεξιόν την σφραγίδα Ιησούς Χριστός, όπως ευλογεί ο ιερεύς και τα τρία ταυτοχρόνως. Αυτό δεν γνωρίζω πόσην ώραν διήρκεσεν και σιγά σιγά λιγόστεψε το φως και μαζί με το φως έφυγαν και αυτά. Όταν ήλθα εις τον εαυτόν μου, ειδα ότι πέρασε ώρα πολλή, γιατί το ξυπνητήρι που είχα ολίγον μακρυά για να κτυπήση εις την έκτην ώραν, κατά την συνήθειαν, είχε κτυπήσει προ πολλού».
Εμείς όταν τον ερωτούσαμεν, «και τί λογισμούς είχες που τα έβλεπες αυτά τα παιδάκια;», μας απαντούσε: «Νομίζετε ότι ενεργούν αι αισθήσεις του άνθρωπου σε τέτοιες στιγμές; Ο νους που είναι ο κύριος παράγοντας εις την πνευματικήν ζωήν, είναι αιχμάλωτος εις την θεωρίαν και μόνον τούτο απορούσα, πως γνωρίζουν και ευλογούν που είναι τόσον μικρά»;