Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (6)
9 Αυγούστου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
5. Η πρώτη επίσκεψις της θειας Χάριτος.
Εις την Βίγλαν εκάθισεν ως φιλοξενούμενος μάλλον, κατά την αγιορειτικήν φράσιν «καβιώτης», εις ένα ασκητικόν Γεροντάκι και ζούσαν και οι δύο με πολλήν πτωχείαν και ακτημοσύνην. Είπα ότι δεν ήτο υποτακτικός, πλην όμως η στάσις του προς το Γεροντάκι αυτό έτσι τον χαρακτήριζε. Όπως μας έλεγε, σκοπίμως δεν δήλωνεν υποταγήν εξ αρχής, έως ου διαπιστώσει, μάλλον δε επιτύχει, άνθρωπον πνευματικόν. Υπό την ως άνω ιδιότητα εκάθισε μερικούς μήνες εις το μέρος αυτό και αγωνιζόταν εις την σιωπήν και την νηστείαν, μέχρις ότου το Γεροντάκι του αφήρεσε κάθε ελευθερία, εις το να αγωνίζεται ή να συμβουλεύεται άλλον τινά. Κάποτε, μας έλεγεν, όταν ηθέλησε να συμβουλευτή τον εκεί τότε ησυχάζοντα πνευματικόν, διαμένοντα εις την Σπηλιάν του Αγίου Αθανασίου, τόσον πολύ εξοργίστηκε το Γεροντάκι, ώστε η συμπεριφορά του πλέον απέναντι του Γέροντος μας ήτο πέραν της λογικής.
Εξ όσων διεπιστώσαμεν, η αρχή της εκκινήσεώς του εις το μοναχικόν στάδιον ήτο με πολλήν ορμήν και πνευματικόν ζήλον, πράγμα σπάνιον εις τας ημέρας μας. Και απόδειξις, ότι δεν διέκοψε την καλήν αυτήν συνέχειαν, παρ’ ολας τας αντιθέτους περιστάσεις της μάλλον υλόφρονος γενεάς μας, την έλλειψιν πνευματικών οδηγών -που εξαιρέτως ζητούσε με πόνον-τας ανθρωπίνας επικρίσεις και σκώμματα που βρίθουν στας ημέρας μας και ιδίως την παντελή εγκατάλειψιν και παρηγορίαν της ανθρωπίνης αντιλήψεως δια το διάφορον και εξηλλαγμένον του βίου και του τρόπου της διαγωγής. Ήτο δε εις τον χαρακτήρα του ο αείμνηστος έξυπνος και ευφυής, και ταχύτατα αντιλαμβανόταν το πνεύμα του περιβάλλοντος. Η διακαής του επιθυμία να αγωνισθή και να αμεριμνήση, σύμφωνα με την φλόγα που αισθανόταν, αλλά και που φανταζόταν ότι θα εύρισκε οπωσδήποτε εις τον τόπον εκείνον, διεπίστωνε ότι δεν θα ικανοποιείτο δυστυχώς και εκ της προτέρας του ερεύνης, αλλά και εκ της προσφάτου συμπεριφοράς του Γέροντος όπου έμενε.
Όλα αυτά τα γεγονότα και συμπεράσματα και αι αντιδράσεις της φύσεως και του πονηρού τον κατέβαλαν τόσον πολύ, που αναγκάσθηκε να υποχώρηση εις έναν απόμερον τόπον εκεί πλησίον, όπου πάντοτε είχε συνήθειαν να παραμερίζεται και να προσεύχεται. Μας έλεγε δε ότι,«τόσον πολύ έκλαυσα εκείνην την ημέραν και με τόσον πόνον παρακαλούσα τον Θεόν να μη με εγκατάλειψη, που φούσκωσαν και κοκκίνισαν τα μάτια μου, που νόμισαν οι άλλοι ότι προσεβλήθησαν τα μάτια μου από ασθένειαν.
Όταν πήγα εκεί, μας έλεγεν, ήτο πρωί και έμεινα έτσι κλαίοντας και παρακαλώντας μέχρι το απόγευμα, οπόταν είχα πλέον αποκάμει από την κούρασιν και τον κόπον και όπως ήμουν άρχισα να βλέπω προς την κορυφήν του Άθωνος, γιατί φαινόταν από την χαράδρα όπου ήμουν και ιδίως το εκκλησάκι της Κυρίας μας Θεοτόκου, όπου είχα ιδιαιτέραν ευλάβειαν. Βλέποντας εκεί, όπως ήμουν καταβεβλημένος και αναποφάσιστος, έξαφνα βλέπω ότι μία ακτίνα φωτεινή σαν λεπτός προβολέας βγήκε από το εκκλησάκι και απλώθηκε επάνω μου και έγινα όλος φως και ευωδία, και το πλείστον, ότι το φώς ήτο όχι μόνον απ’ έξω, αλλά και μέσα μου και άρχισε μέσα εις την καρδιά μου να λέγεται με πολλήν γλυκύτητα η ευχή. Τόσην δε αλλοίωσιν μου προκάλεσε, που δεν καταλάβαινα αν είμαι ζωντανός και βρίσκομαι κάτω εις την γην. Αι αισθήσεις μου δεν ενεργούσαν, ούτε τον νουν μου ημπορούσα να γυρίσω αφ’ εαυτού, μόνον έβλεπα με θάμβος και έκστασιν το κατάλευκον εκείνο φως που ήτον μέσα μου -μάλλον που ήμουν εγώ μέσα του-και την γλυκύτητα όπου ελέγετο μέσα εις την καρδίαν μου η ευχή. Η καρδία μου έλεγε μόνη της την ευχήν χωρίς κόπον, χωρίς προσπάθειαν, αλλά με έναν αρμονικόν ρυθμόν, που απορούσα αν ήμουν εγώ μόνος μου η αποτελούμην από δύο εαυτούς.
Αυτή η κατάστασις δεν γνωρίζω πόσον κράτησε αλλ’ όταν με φώναξε το Γεροντάκι, μετανοημένον για την προτέραν του συμπεριφοράν, για να πάω εις το καλύβι, ήτο ηλιοβασίλευμα. Έκτοτε δεν έφυγεν εκείνη η Χάρις από μέσα μου εις το να λέγω την ευχήν. Δεν έμεινε βέβαια εκείνο το υπερβολικόν που συνέβη τότε, αλλ’ η ενέργεια εκείνη της Χάριτος έμεινε και χάρις τω Θεώ χωρίς κόπον και προσπάθειαν λέγεται μέσα μου η ευχή. Από τότε πλέον και ύστερα όλη μου η προσπάθεια και η σπουδή ήτο πως να βρίσκωμαι σε περιβάλλον κατάλληλον να λέγω αδιακόπως την ευχήν. Από το Γεροντάκι εκείνο έφυγα πια και γύριζα μόνος μου όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι και ομιλίες να με εμποδίζουν από την ευχήν, και ιδίως ενθυμούμην το εκκλησάκι της Κυρίας μας εις τον Άθωνα, όπου μου συνέβη το τόσον μέγα γεγονός και όλον το καλοκαίρι σχεδόν ήμουν εκεί. Έφτιαχνα σκουπάκια από το δάσος και τα πήγαινα εις την Λαύραν και μου έδιναν παξιμάδι και έτσι περνούσα με μόνην προσπάθειαν την ευχήν».