Η προφητεία του Αγίου Νήφωνος για την μέλλουσα κρίση (Μέρος 6ο και τελευταίο)
16 Ιουλίου 2009
Ύστερ’ απ’ όλους αυτούς, οδηγήθηκαν μπροστά στον Κύριο εκείνοι πού άπό τη μια μετανόησαν για τις αμαρτίες τους, άπό την άλλη όμως δεν έκαναν συνεπή πνευματική ζωή, με προσευχές και με νηστείες και μ’ ό,τι άλλο ορίζει η Εκκλησία μας. Ξεμάκρυναν βέβαια άπό τα πονηρά έργα, δεν εργάστηκαν όμως με ζήλο και ακρίβεια τ’ αγαθά.
– Και που γλυτώσατε την κόλαση, πολύ σάς είναι, τους είπε ο Νυμφίος, και τους έδωσε μονάχα από μια βέργα – το σημάδι ότι δεν θα κολάζονταν – για να μή ρίχτουν στο πύρ, άλλά να ταχθουν σε τόπο άφεγγο, ούτε φωτεινό ούτε ζοφερό.
Πίσω τους ήρθαν άλλοι, που είχαν κάνει πολλές αγαθοεργίες κι αμέτρητες ελεημοσύνες, επειδή όμως έπεφταν είτε σε κατάκριση και καταλαλιά των συνανθρώπων τους είτε σε σαρκικά αμαρτήματα, τάχθηκαν κι αυτοί στο κατώτατο σκότος, με την ομίχλη και την υγρασία, όπου μόλις φτάνουν κάποιες αμυδρές ανταύγειες φωτός.
Μετά απ’ αυτούς μπήκαν οι ειδωλολάτρες, πλήθος πολύ, που δεν γνώρισαν το νόμο του Χρίστου, άλλ’ οδηγήθηκαν άπό τη συνείδηση τους και τον τήρησαν άνεπίγνωστα. Ήταν εκείνοι, που είχαν να δείξουν «το έργον τον νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως»”3. Πολλοί απ’ αυτούς έλαμπαν σαν τον ήλιο από την αγνότητα και την καθαρότητα τους. Αυτοί αξιώθηκαν να κληρονομήσουν την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση του Θεού. Στεφανώθηκαν και με στεφάνια υπέροχα, πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Ένα μονάχα έφερναν βαριά, το ότι, σαν άβάπτιστοι, ήταν τυφλοί, και δεν μπορούσαν να δουν τη δόξα και το φως του Θεου γιατί είναι φως και μάτι της ψυχής το άγιο βάπτισμα, κι όποιος το στερηθεί, όσα καλά κι αν κάνει, κληρονομεί βέβαια τον παράδεισο και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα του, αλλά δεν βλέπει τίποτα.
Τους ειδωλολάτρες ακολούθησε ένα άλλο τάγμα αγίων. Ήταν παιδιά χριστιανών, που έφυγαν άπό τη ζωή πρόωρα. Όλοι φαίνονταν τριάντα χρονών πάνω-κάτω. Ο Νυμφίος τούς έριξε βλέμμα συμπαθητικό και είπε:
– Ο χιτώνας του βαπτίσματος σας είν’ άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τί να κάνω λοιπόν μ’ εσάς;
Τότε λένε κι αυτοί θαρρετά:
– Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά Σου. Μή μάς στερήσεις τουλάχιστο και τα επουράνια.
Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα αιώνια αγαθά. Τους έδωσε στεφάνια πίστεως και άγνείας και ακακίας και μακαριότητας. Με πολύ θαυμασμό τους κοίταζαν οί ουράνιες στρατιές. Μα κι οί ίδιοι με χαρά φορουσαν τ’ άφθαρτα στεφάνια τους.
Ηταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγγέλους, που, βλέποντας συγκεντρωμένα τα τάγματα όλων των άγιων, έψαλλαν άσματα πανευφρόσυνα, γεμάτοι αγαλλίαση και θάμπος και θεία ηδονή.
Όταν λοιπόν όλοι αυτοί είχαν πιά μπει στο νυμφώνα κι είχαν στεφανωθεί, είδε ο δίκαιος Νήφων να πλησιάζει το Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Είχε όψη αστραφτερή και φοβερή και σεβάσμια μαζί. Μόλις την είδαν οι άγιοι άγγελοι, σκίρτησαν από χαρά κι ευδαιμονία. Από τα πόδια της, καθώς βάδιζε, ξεχύνονταν άστραποβολιές. Τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Στο πέρασμα της σκόρπιζε ουράνια εύωδία, σαν άπό θεϊκά αρώματα. Ηταν ντυμένη με φορέματα βασιλικά, απ’ έξω κατακόκκινη πορφύρα κι από μέσα λευκό λινό χιτώνα. Στην πανώρια κεφαλή της φορούσε στέμμα θεϊκό, πού όμοιο του δεν είχε σε λαμπρότητα και ομορφιά. Κατάπληκτοι οι άγγελοι και θαμπωμένοι οι άγιοι παρατηρούσαν τις θείες ακτίνες, που σκορπίζονταν ολόγυρα άπό το ουράνιο εκείνο διάδημα.
Καθώς η Νύμφη μπήκε στο νυμφώνα, φάνηκε πίσω της πλήθος αναρίθμητο παρθένων, που την ακολου¬θούσαν ψάλλοντας και δοξολογώντας τα μεγαλεία του Θεου.
Όταν πιά ήρθε κοντά στο Νυμφίο, Τον προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις άγιες εκείνες παρθένες. Κι Αυτός, χαμογελώντας ευφρόσυνα, έσκυψε το κεφάλι Του και την τίμησε σαν άσπιλη Μητέρα Του. Τότε εκείνη, σταυρώνοντας τα χέρια της με συστολή, Τον πλησίασε με πολλή ευλάβεια και χάρη και φίλησε τ’ αθάνατα κι ακοίμητα μάτια Του, καθώς και τα σπλαχνικά Του χέρια.
Μετά τον θείο εκείνο ασπασμό, ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και άχραντα στεφάνια. Έπειτα ήρθαν οι νοερές δυνάμεις και οι χοροί των αγίων, προσκύνησαν όλοι πασίχαροι τη Θεομήτορα και της έψαλαν ύμνους και μακαρισμούς και μεγαλυνάρια, με τα χέρια υψωμένα άπό ιερό ενθουσιασμό.
Ύστερα σηκώθηκε ο Νυμφίος άπ’ το θρόνο Του, και, έχοντας στα δεξιά την πανάχραντη Μητέρα Του και στ’ αριστερά τον μεγάλο και θαυμαστό προφήτη και Πρόδρομο, πέρασε άπό το νυμφώνα στον θεϊκό θάλαμο, εκεί όπου βρίσκονται τα άγνωστα κι ανήκουστα και άφραστα αγαθά, τα ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν το Θεό. Μαζί Του μπήκαν στον όλοφώτεινο και θαυμαστό εκείνο θάλαμο όλοι οι άγιοι, που, μόλις είδαν τα αγαθά εκείνα, κυριεύθηκαν από ανείπωτη αγαλλίαση και ευθυμία. Άρχισαν τότε, μέσα σ’ ένα παραλήρημα ουράνιας χαράς, να χορεύουν και να τραγουδούν και να πανηγυρίζουν…
(Αυτά όμως δεν μπόρεσε ο φιλόθεος Νήφων να μου τα περιγράψει. Μολονότι τον πίεσα πολύ, δεν μου είπε το παραμικρό.
– Δεν μπορώ, έλεγε μόνο αναστενάζοντας, να παραστήσω με τη γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με κάποια επίγεια πράγματα τα ουράνια. Ηταν πέρα άπό κάθε φαντασία και σύγκριση, πέρα άπό κάθε σκέψη και όραση, πέρα απ’ όλα τα ορατά και τα αόρατα.)
Όταν λοιπόν ο Κύριος μοίρασε στους αγίους Του τα αγαθά που ήταν εκεί, πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος μια πόλη. Έδωσε έπειτα διαταγή, τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και οι Δυνάμεις τις Εξουσίες. Έτσι, όπως το τείχος κυκλώνει μια πόλη, το ένα τάγμα κύκλωσε το άλλο, σχηματίζοντας επτά επάλληλα διαζώματα.
Στα δεξιά του αιώνιου θαλάμου στάθηκαν, σε τέλεια παράταξη, ο Μιχαήλ και το τάγμα του. Στ’ αριστερά παρατάχθηκαν με πολλή ευλάβεια ο Γαβριήλ και το δικό του τάγμα. Ο Ραφαήλ στ’ ανατολικά και ο Ουριήλ στα δυτικά με τα δικά τους. Τις θέσεις αυτές πήραν με προσταγή του Κυρίου. Οι παρατάξεις τους ήταν τεράστιες, και μαζί με τα τάγματα των άχραντων δυνάμεων κύκλωναν το θάλαμο του Θεου με πολλή λαμπρότητα.
Μετά απ’ όλα αυτά, και ο Κύριος, ο Υιός του Θεου, υποτάχθηκε στον Πατέρα Του, που είχε υποτάξει σ’ Αυτόν τα πάντα, και Του παρέδωσε όλη τη βασιλεία και την κυριαρχία και την εξουσία, που Εκείνος Του είχε δώσει4. Ο ίδιος πάλι μπήκε στον θείο και απρόσιτο θάλαμο, κληρονόμος του Πατέρα Του και Βασιλιάς και Αρχιερέας αιώνιος, μαζί με όλους τους συγκληρονόμους Του αγίους.
Στο τέλος των μυστηρίων, που αξιώθηκε ν’ αντικρύσει ό δίκαιος Νήφων, είδε και τούτη τη φοβερή αποκάλυψη:
Ο ίδιος ο Πατέρας και Γεννητής του μονογενούς Υιού, το Φώς το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά, λάμποντας πάνω από τον απέραντο εκείνο θάλαμο της θείας ευπρέπειας και πάνω από τις κυκλικές παρατάξεις των αγγελικών ταγμάτων. Φώτιζε το θάλαμο όπως ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο, ευφραίνοντας με την άφραστη θεότητα Του και τη γλυκεία θερμότητα του φωτός Του όλους τους αγίους. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το νερό, έτσι και οί άγιοι άπορροφούσαν την Πατρική θεότητα και ενώνονταν μαζί Της, για να ζήσουν αιώνια με το Θεό στη βασιλεία Του.
Από τότε πιά δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Υπήρχε μόνο Θεός και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζωή και αίγλη, ηδονή και τέρψη.
Τώρα απλώθηκε απόλυτη σιγή.
Στα μάτια του μακάριου Νήφωνα δόθηκε όραση ουράνια, για να δει τα έσχατα μυστήρια:
Το πρώτο τάγμα πού κύκλωνε το θάλαμο, έλαβε σαν κληρονομιά αιώνια ένα άσμα πάντερπνο, πανίερο, μεθυστικό. Παρευθύς λοιπόν το θείο και φοβερό εκείνο τάγμα άρχισε την άφραστη δοξολογία του, ενώ οί άγιοι σκιρτούσαν από χαρά και παρακινούνταν κι αυτοί σε ευχαριστία και αίνεση του Κυρίου.
Από το πρώτο τάγμα ο απερίγραπτος εκείνος ύμνος μεταδόθηκε στο δεύτερο, στα Σεραφείμ. Και άρχισαν κι εκείνα να ψάλλουν ύμνο παναρμόνιο και ακατάληπτο, που σαν μέλι γλυκύτατο εύφραινε όλες τις αισθήσεις των αγίων: Με τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Με την όσφρηση τους οσφραίνονταν την ευωδία του Θεου. Με τ’ αυτιά τους άκουγαν τη θεία υμνωδία των αχράντων δυνάμεων. Με το στόμα τους γεύονταν καινούργιο το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού5. Με τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά. Και με τα πόδια τους χόρευαν μέσα στην απερίγραπτη ομορφιά του ουράνιου θαλάμου. Μέγιστη τρυφή!… Ακατάληπτη ηδονή!… Ανερμήνευτη χαρά!…
Έπειτα μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος από το δεύτερο στο τρίτο τάγμα κι από το τρίτο στο τέταρτο και σ’ όλα τα επόμενα με τη σειρά, ώσπου έγινε απειρόστομος. Μα δεν μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια τη μελιχρότητα και την αρμονικότητα και την ευρυθμία και τη μεγαλοπρέπεια της μελωδίας εκείνης. Το πιο εξαίσιο ήταν, ότι δεν έψαλλαν τον ίδιο ύμνο όλα τα τάγματα, αλλά πολλούς και ποικίλους, άγνωστους και πρωτάκουστους, επουράνιους και θεσπέσιους ύμνους – το κάθε τάγμα τον δικό του – που συμπλέκονταν όμως και δένονταν μεταξύ τους τέλεια. Έτσι καλοταίριαστα συνάρμοζαν τα μέλη τους τ’ αγγελικά στρατεύματα, δοξολογώντας το Θεό και τέρποντας τους άγιους Του.
Όταν η πανστρατιά των ασωμάτων δυνάμεων συμπλήρωσε την αιθέρια δοξολογία της, τα τέσσερα τάγματα των Αρχαγγέλων άρχισαν τον τρισάγιο ύμνο. Έψαλλε το τάγμα του Μιχαήλ κι αντιφωνούσε το τάγμα του Γαβριήλ. Όμοια πάλι υμνολογούσε το άλλο, του Ραφαήλ, και ολοκλήρωνε εκείνο του Ούριήλ. Και η δική τους ψαλμωδία ήταν υπέροχη και πρωτάκουστη. Οι φωνές των τεσσάρων αρχιστρατήγων ξεχώριζαν μέσ’ από τις αναρίθμητες άλλες των δυνάμεων τους, κι ήταν πιο γλυκείες μα και πιο επιβλητικές.
Παρακινημένοι από την άπειρη εκείνη ευφροσύνη και τρυφή οί Άγιοι Πάντες, άρχισαν τότε κι αυτοί μέσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν και να υμνούν τα μεγαλεία του Θεου.
Έτσι λοιπόν άντηχούσαν ύμνοι μέσα, ύμνοι έξω, ύμνοι παντού, ύμνοι που φλόγιζαν τις καρδιές των άγιων με την πάναγνη και τρισμακάρια ηδονή. Και τα υπέρλογα και υπέροχα εκείνα άσματα ξεχύνονταν στα επουράνια σκηνώματα ακατάπαυστα, στους ατελεύτητους αιώνες…
Μετά απ’ όλα αυτά που είδε ο μακάριος Νήφων,
έχοντας πέσει σε έκσταση, άκουσε τη φωνή του Θεου να του λέει:
– Νήφων, Νήφων! Ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία και θεωρία. Γράψε λοιπόν με κάθε ακρίβεια όσα είδες και άκουσες, γιατί έτσι θαυμαστά θα γίνουν όλα. Τα φανέρωσα σ5 εσένα, σαν πιστό φίλο και αγαπητό γιό και κληρονόμο της βασιλείας μου, για να καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Διαπίστωσε λοιπόν τώρα, που γνώρισες τουτα τα φρικτά μυστήρια όπως ακριβώς θα πραγματοποιηθούν, τη μεγάλη μου φιλανθρωπία για σένα και όλους όσοι προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί εγώ πάντα χαίρομαι να «επιβλέπω επί τον ταπεινόν και ήσύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου»”6.
Και μ’ αυτά τα λόγια τον έλυσε ο Κύριος από τη φοβερή και πολυθαύμαστη θεωρία, που κράτησε δυο ολόκληρες εβδομάδες!
Όταν πιά ήρθε στον εαυτό του, σωριάστηκε κάτω τρομοκρατημένος κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται και να ταλανίζει τον εαυτό του, λέγοντας:
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! Τί περιμένει την τρισάθλια ψυχή μου! Αλίμονο μου, του ελεεινού! Σε ποιά κατάσταση θα βρεθώ εκεί άραγε, ο άσωτος; Τί θ’ απολογηθώ στον Κριτή; Τί λόγο θα δώσω για τις ανομίες μου; Που θα κρύψω το πλήθος των αμαρτιών μου; Συμφορά μου, του βέβηλου και άθλιου! Στεναγμό δεν έχω! Δάκρυα πολλά δεν αναβλύζουν απ’ τα μάτια μου! Μετάνοια δεν μου βρίσκεται! Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη ούτε στάλα! Η ακακία κι η πραότητα είν’ άσχετες μ’ εμένα!… Άχ! Τί θα κάνω ο ελεεινός και μολυσμένος; Από πού να πιαστώ για να σωθεί η ψυχή μου; Το βάπτισμα το μίανα, το χιτώνα μου τον λέρωσα, την ψυχή μου τη βύθισα στο βούρκο, το νου μου τον σκότισα, την καρδιά μου την πώρωσα με την κραιπάλη… Ωιμένα, τον αμαρτωλό! Τί να κάνω, δεν ξέρω. Τα μάτια μου βλέπουν τις αισχρότητες. Τ’ αυτιά μου γλυκαίνονται με τα δαιμονικά τραγούδια. Η μύτη μου ζητάει γαργαλιστικές μυρωδιές. Το στόμα μου ορμάει στην πολυφαγία. Τα χέρια μου οδηγούνται στην αμαρτία. Το σώμα μου τρέχει να κυλιστεί στο βόρβορο της ακολασίας κι αποζητάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία. Η προαίρεση μου ποθεί την ασωτία. Άχ, ο άνομος, ο σκοτισμένος, ο βρωμερός! Που να πάω, δεν ξέρω. Ποιος θα με βγάλει, τον ταλαίπωρο, από την πικρή εκείνη φωτιά; Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το ζοφερό σκοτάδι και τον φρικτό τάρταρο; Ποιος θα μ’ απαλλάξει άπ’ το βρυγμό των οδόντων; Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμένα, τον σιχαμερό! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!… Πώ πώ! Τί δόξα θα στερηθώ, ο μαυρος! Τί τιμή, τί στεφάνια, τί χαρά, τί ηδονή θα χάσω, επειδή έγινα δουλος της αμαρτίας!… Ταλαίπωρη ψυχή μου! Που είναι η κατάνυξη σου; Που είναι η μετάνοια σου; Που είναι οι αρετές σου; Κακόμοιρε! Που θα τοποθετηθείς τη φοβερή εκείνη μέρα; Έκανες κανένα καλό, πού ν’ αρέσει στο Θεό; Πώς θα μπεις στο καμίνι; Πώς θ’ αντέξουν τα ελεεινά σου μάτια το ατέλειωτο κλάμα και τον αιώνιο θρήνο; Πώς θ’ αντέξει η συνείδηση σου την άπειρη πίκρα της θεϊκής καταδίκης;… Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που υπηρετούσες πάντα την κοιλιά! Με τί μάτια θ’ αντικρύσεις, άνομη και διεφθαρμένη, το γλυκύτατο πρόσωπο του Χριστού; Πώς θα παρουσιαστείς μπροστά Του; Πές μου! Πές μου!… Είδες όλα εκείνα τα φοβερά, πού θα πραγματοποιήσει στις έσχατες ήμερες ο Κύριος. Πές μου λοιπόν, ψυχή, έχεις έργα αντάξια της θείας εκείνης δόξας; Πώς θα μπεις εκεί, άφου μόλυνες το άγιο βάπτισμα; Αλίμονο σου τότε, μιασμένη ψυχή μου! Έχεις να κληρονομήσεις το αιώνιο πύρ. Και που θα ‘ναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της, ο διάβολος, για να σε σώσουν; Άλλά…
… Κύριε, Κύριε,σώσε την ψυχή μου απ’ τη φωτιά, απ’ των οδόντων το βρυγμό κι απ’ το δεινό τον τάρταρο.
Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν, ελέγχοντας τον εαυτό του ο μακάριος, ενώ τα μάτια του έτρεχαν σαν βρύσες.
Τις επόμενες μέρες τον έβλεπες να βαδίζει με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του, χύνοντας ποταμούς πικρών δακρύων και στενάζοντας βαθιά. Αναλογιζόταν τα φοβερά μυστήρια που είχε δει και βιαζόταν να τα κατακτήσει, αφήνοντας τον κόσμο και τα γήινα. Πολλές φορές, που ξανάφερνε καθαρά και ζωντανά στο νου του τη θεωρία εκείνη, λες και του σάλευαν τα λογικά απ’ την αβάσταχτη πύρωση του Άγιου Πνεύματος.
– Ώ, τί χαρά, φώναζε, τί δόξα, τί λαμπρότητα περιμένει τους άγιους στον ουρανό! Πόσο φοβάμαι μην τα στερηθώ!
Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:
– Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου!
112. Ματθ. 5:11.
113. Ρωμ. 2:15.
114. Βλ. Α’ Κορ. 15:24,28.
115. Βλ. Ματθ. 26:29. Μάρκ. 14:25.
116. Πρβλ. Ησ. 66:2.