Συναξαριακές Μορφές

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (200 χρόνια από την κοίμηση του) 14 Ιουλίου

14 Ιουλίου 2009

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (200 χρόνια από την κοίμηση του) 14 Ιουλίου

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Φορητή εικόνα της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Φορητή εικόνα της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Από τον "Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας" (εκδ. Ίνδικτος).

Π. Β. Πάσχου

Αν η ορθόδοξος πνευματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον εξαγιασμό των αισθήσεων και της καρδίας μας, διά μέσου της λειτουργικής, δηλαδή της μυστηριακής, ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως μας τη διαφύλαξε απλή και αγνή η πάντιμη Παράδοση, η Εκκλησία μας δεν θα μπορούσε να βρει μεγαλύτερο διδάσκαλο αυτής της ορθοδόξου πνευματικότητας, στη δύσκολη εποχή των μεταβυζαντινών χρόνων, από το νέο άγιο της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και απ’ αυτόν τον άγιο πρέπει ν’ αρχίζει κάθε προσπάθεια για μια, ορθοδόξως εννοούμενη και βιούμενη, ανανέωση και αναζωπύρωση της ορθοδόξου πνευματικότητας. Ο Άγιος Νικόδημος, είναι η χρυσή πύλη από την οποία μπαίνει ο ορθόδοξος στη θεολογία των Πατέρων-για να φτάσει μέχρι της πρώτες ρίζες της, στους χρόνους των Αποστόλων. Γιατί ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε για να γνωρίσουμε τη θεία γνησιότητα της Ορθοδοξίας μας, αρχίζει απ’ τον πλησιέστερο σε μας άγιο της Εκκλησίας μας, τον άγιο Νικόδημο, περνά από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τους τρεις Μεγάλους Ιεράρχες, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και φτάνει μέχρι τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Απόστολο Παύλο. Αυτός είναι ο δρόμος που εγγυάται καλύτερα την Ορθοδοξία της θεολογίας μας. Κι απ’ αυτήν την άποψη, η προσπάθεια του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, του π. Ιακώβου Μαλλιαρού και των άλλων ορθοδόξων, που έγραψαν μικρότερα έργα για τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, είναι άξια πολλής προσοχής και τιμής, γιατί φέρνουν κοντά μας τον άγιο βίο και το ορθόδοξο έργο του μεγαλύτερου αγίου και συγγραφέως της ορθοδόξου Εκκλησίας, από τους χρόνους της μεταβυζαντινής εποχής ως σήμερα. Ας κάνουμε κ’ εμείς μια προσπάθεια προσεγγίσεως και γνωριμίας με το πρόσωπο και το έργο του θείου Νικόδημου.

Στις 14 Ιουλίου, κάθε χρόνο – από το σωτήριο έτος 1955, οπότε αναγνωρίστηκε η αγιότητα του Νικόδημου και αποφασίστηκε, « όπως από του νυν και εις το εξής εις τον αιώνα τον άπαντα Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμήται τοις οσίοις και αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις και αγιαστείαις τιμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος» – ακούγεται μαζί με το παλιό συναξάρι, σε όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες «τη ιδ’ του αυτού μηνός, μνήμη του οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Νικόδημου του Αγιορείτου, του σοφωτάτου της Εκκλησίας διδασκάλου».

Ο Όσιος Νικόδημος γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και ενάρετους το 1749, στο έμορφο νησί των Κυκλάδων το λεγόμενο Νάξος. Οι γονείς του Αντώνιος και Αναστασία Καλλιβούρτση, όταν τον βάπτισαν του έδωσαν το όνομα Νικόλαος και φρόντισαν όσο μπορούσαν πιο πολύ να τον αναθρέψουν με τ’ ορθόδοξο γάλα της πίστεως και της ευσέβειας. Πριν ακόμη έρθει σε ηλικία να πάει στο σχολείο άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο: πήγαινε στο παράθυρο του σχολείου και άκουγε, με πόθο και δίψα μεγάλη, όλα τα μαθήματα που ο ιερέας-διδάσκαλος δίδασκε στο σχολείο της Χώρας Νάξου. Και τα μάθαινε καλύτερα απ’ ό,τι οι κανονικοί μαθητές. Βλέποντας αυτό τον ερωτά του για τα γράμματα ο ιερέας της ενορίας, τον παίρνει κοντά του και του μαθαίνει τα πρώτα γράμματα, μαζί με το «Χτωήχι» και το «Ψαλτήρι», τ’ αναγνωστικά του κρυφού σχολειού. Μαζί με τα γράμματα μαθαίνει ο νεαρός Νικόλαος να ψάλλει και να βοηθάει τον ιερέα στις Ακολουθίες της εκκλησίας, όπου στεκότανε με φόβο Θεού, χωρίς να πάθει αυτό που παθαίνουν σήμερα πολλά παιδιά ιερέων, ψάλτες, επίτροποι ή και ιερείς ακόμη, που εξοικειώνονται τόσο πολύ με το άγιο Βήμα και δεν προσέχουν πως στέκονται, κάθονται ή συμπεριφέρονται, και συνομιλούν σαν να βρίσκονται σε χώρο οικιακό ή χώρο διασκεδάσεως. Στα δώδεκα του χρόνια ο «μικρός σοφός» Νικόλαος μπαίνει στην περίφημη Σχολή της Νάξου, όπου ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ξακουστό για τη σοφία του αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Εξωχωρίτη, αδερφό του ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού. Μέρα με την ήμερα μεγάλωνε η φλόγα του για μάθηση και γι’ αρετή. Γι’ αυτό σαν έγινε δεκαπέντε χρονών, τον παίρνει ο πατέρας του και τον πηγαίνει με συστατικές επιστολές του επισκόπου της Νάξου στη Σμύρνη, όπου λειτουργούσε η λαμπρή Σχολή Σμύρνης, γνωστή αργότερα με το ’νομα «Ευαγγελική Σχολή».Σ’ αυτή τη Σχολή ο άγιος θα γνωριστεί με μια πρώτη μορφή κοινοβίου, τη μαθητική, και θα μείνει πέντε ολόκληρα χρόνια. Διδάσκαλος του εδώ χρηματίζει ο ονομαστός για την αρετή και τη σοφία του Τιμόθεος Βουλισμάς ο Ιθακήσιος. Η άκρα επιμέλεια του Νικολάου, μαζί με τη φωτεινή κρίση του, την καταπληκτική και πλουσιότατη μνήμη του και τις θαυμαστές επιδόσεις του σε όλα τα μαθήματα, άρχισαν να γίνονται πλατύτερα γνωστές και να καταπλήττουν τους πάντας. Ένας συμμαθητής του, που θεωρούσε τον άγιον ως «εξαίσιον θαύμα της εποχής», γράφει το έξης γι’ αυτόν σε μια επιστολή του: «εγνώριζεν απ’ έξω όσα έδιάβαζεν, όχι μόνον τας φιλοσοφικάς, οικονομικάς, ιατρικάς, αστρονομικάς και στρατιωτικάς εισέτι πραγματείας, αλλά και όλους τους ποιητάς, ιστορικούς, παλαιούς και νέους, Έλληνας και Λατίνους, καθώς επίσης και όλα τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Τω ήρκει να διάβαση μόνον μίαν φοράν οιονδήποτε βιβλίον και εις όλην του την ζωήν να το ενθυμήται»! Μαθαίνει τώρα στη Σχολή της Σμύρνης την Ιταλική, την Λατινική και τη Γαλλική γλώσσα. Την Ελληνική, βέβαια, την ήξερε τόσο τέλεια, που μπορούσε να μιλήσει και να γράφει οποιαδήποτε γλωσσική μορφή και διάλεκτο της ελληνικής, απ’ την ομηρική μέχρι την απλοελληνική. Αυτό το διακρίνει κανείς εύκολα στα σοφότατα συγγράμματα του. Μερικοί βιογράφοι θέλοντας να τονίσουν αυτή τη ξεχωριστή επίδοση στο καθένα από τα μαθήματα – της θύραθεν και της θεολογικής παιδείας -θυμούνται εδώ πολύ επίκαιρα εκείνο, που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε για το συσπουδαστή του Μέγα Βασίλειο: «ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποιον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς».

Η πυρπόληση του τούρκικου στόλου στο Τσεσμέ στα 1770, εξαγριώνει τους Τούρκους οι οποίοι ξεσπούν στους χριστιανούς της Μ. Ασίας, με διωγμούς και σφαγές. Έτσι, αφήνει τη Σμύρνη ο Άγιος και επανέρχεται στη Νάξο. Εκεί μένει επί πέντε χρόνια κοντά στον επίσκοπο Άνθιμο, ο οποίος τον προετοιμάζει για τα «τελειότερα της χάριτος». Όντας γραμματεύς του επισκόπου, γνωρίστηκε με τους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» Αγιορείτες μοναχούς Γρηγόριο, Νήφωνα και Γέροντα Αρσένιο. Οι άγιοι αυτοί μοναχοί ήταν «Κολλυβάδες», και ήταν βαθιά προσκολλημένοι στην ορθόδοξη παράδοση και το αρχαίο τυπικό της Εκκλησίας. Απ’ αυτούς μυήθηκε ο άγιος στη λεγόμενη «νοερά προσευχή».

Οι ασκητικοί πόθοι του, προσανατολισμένοι από καιρό για το άγιον Όρος, γίνονται τώρα φλογερότεροι. Δυο γνωριμίες στην Ύδρα, αυτό τον καιρό, θα ενισχύσουν τη φλόγα και θ’ ανάψουν τη μεγάλη φωτιά στην καρδιά του, όπου θα καούν όλα τα εγκόσμια, θα γνωρίσει δηλ. τον άγιο Μακάριο το Νοταρά, Μητροπολίτη της Κορίνθου, με τον όποιο τόσο θα συνδεθεί πνευματικά και θα συνεργασθεί αργότερα, και τον περιβόητο για την αρετή του μοναχό Σίλβεστρο τον Καισαρέα. Τώρα πια δεν μπορεί να τον κρατήσει τίποτε μακριά απ’ το άγιον Όρος. Αφήνει τα πάντα για να γίνει αγιορείτης μοναχός. Παίρνει συστατικά γράμματα απ’ τον μοναχό Σίλβεστρο, και μετά συνεννοείται με τον πλοίαρχο του καραβιού, που είναι αραγμένο στο γιαλό και ξεκινά σε λίγο για το άγιον Όρος. Όμως, φεύγει το καράβι δίχως να τον ειδοποιήσει, άγνωστο γιατί. Τότε ο Άγιος, τρέχοντας στην παραλία, φωνάζει τον καπετάνιο να τον πάρει· μα σαν είδε πως δεν τον ακούγανε, δίνει μια και πέφτει όπως ήταν στη θάλασσα, για να φτάσει το καράβι κολυμπώντας. Ω! τι μεγάλη φωτιά είχε ανάψει μέσα στην καρδιά του ο έρωτας προς το Θεό και η αγάπη της ασκήσεως! Τον είδαν έπειτα οι ναύτες, καθώς έπεφτε στη θάλασσα, γύρισαν τον πήραν και πήγαν στο άγιον Όρος. Εδώ, στη Μονή αγίου Διονυσίου, λαβαίνει το μικρό μοναχικό σχήμα και μετονομάζεται από Νικόλαος – Νικόδημος. Οι αδελφοί της Μονής, που δεν άργησαν να διαπιστώσουν τη σοφία του και την αρετή του τον έκαμαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής του αγ. Διονυσίου. Μετά δυο χρόνια τον καλεί στις Καρυές, όπου μένει ως προσκυνητής, ο άγ. Μακάριος Κορίνθου, για να συνεργασθούν στη «Φιλοκαλία» και στον Ευεργετηνό. Μετά την αναχώρηση του αγίου Μακαρίου, ο άγιος Νικόδημος παραμένει για κάμποσο καιρό στο κελί των «Σκουρταίων», πότε συγγράφοντας δικά του και πότε τακτοποιώντας και αντιγράφοντας παλαιά πατερικά συγγράμματα· ύστερα κατεβαίνει πάλι στη Μονή του αγίου Διονυσίου. Φεύγει σε λίγο μ’ ένα καράβι για τη Ρουμανία, για να διδαχθεί καλύτερα τη «νοερά Προσευχή» απ’ τον άγιο κοινοβιάρχη Παΐσιο, όπου είχε υπό την πνευματική προστασία του χιλιάδες μοναχούς. Τους πιάνει όμως μεγάλη τρικυμία και μόλις που γλύτωσαν και βγήκαν στη Θάσο. Γυρνάει πάλι, αλλάζοντας πια σκοπό, στο άγιον Όρος. Διψώντας, όμως, περισσότερη ησυχία και άσκηση πηγαίνει στο ξεμοναχιασμένο κελί «Άγιος Αθανάσιος», όπου επιδίδεται εξαντλητικά σε αδιάλειπτη και νοερά προσευχή. Όταν αργότερα ήρθε απ’ τη Νάξο ο μοναχός Γέρων Αρσένιος κ’ εκάθησε στην « Καψάλα», ο άγιος Νικόδημος πήγε κ’ έγινε υποτακτικός του. Εδώ ο κάλαμος του Αγίου συγγράφει, ενώ το σώμα του, απ’ την πολλή νηστεία και άσκηση, γίνεται έν’ αδύναμο καλάμι, απ’ όπου περνώντας το άγιο Πνεύμα και η χάρη του Θεού, δημιουργούν ένα εξαίσιο ποίημα: ένα νέον Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1782, ο Γέρων Αρσένιος πηγαίνει για να «ησυχάση» στη Σκυροπούλα, ένα μικρό ξερονήσι απέναντι από τον Άθωνα. Μαζί του πηγαίνει κι ο άγιος Νικόδημος. Άγονο το νησί και ερημικό. Οι μόνοι που το κατοικούν είναι οι ψαροφάγοι, τ’ αγριοπούλια που τρώνε ψάρια και σκούζουν σαν κλαυθμηρίζοντα νήπια. Ωστόσο τα δάκρυα και οι αλάλητοι στεναγμοί των δύο άγιων μοναχών θα το κάμουν γονιμότατο. Απ’ αυτό θα βλαστήσει το ωραιότερο βιβλίο του αγίου Νικόδημου, το αριστουργηματικό «Εγχειρίδιον», που το ᾽γραψε κατά παράκληση του εξαδέλφου του Ιεροθέου, επισκόπου Ευρίπου, χωρίς να έχει κανένα βιβλίο μαζί του. Ο μεγάλος αυτός άθλος φαίνεται ακόμη μεγαλύτερος όταν ιδεί κανείς πόσα αυτούσια κομμάτια από Πατέρας και κλασσικούς συγγραφείς έχει το «Εγχειρίδιον», με υποσημειώσεις και παραπομπές, τις οποίες φύλαγε θαυμάσια στη μνήμη του ο Άγιος «πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη έντυπωθέντα, τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και, κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς συκοίς του εμού νοός»· ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ: « άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω». Ο Ιερόθεος του στέλνει, λαβαίνοντας το Συμβουλευτικό εγχειρίδιον, «τροφάς και σκεπάσματα».

Γυρνάει μετά στο άγιον Όρος, όπου λαβαίνει το μέγα και αγγελικό σχήμα, και πιάνει οριστικά μια δική του καλύβα στου «Θεωνά». Εκεί ο άγιος Νικόδημος εργάζεται, προσεύχεται, συμβουλεύει τα πλήθη των κοσμικών, των μοναχών και των κληρικών που τον επισκέπτονται, και ολοένα συγγράφει. Ετοιμάζει για έκδοση τα κείμενα του μεγάλου μυστικού αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κ’ έργα δικά του, όπως το «Εξομολογητάριον», το « Θεοτοκάριον», τον «Αόρατον Πόλεμον», το «Νέο Μαρτυρολόγιον», τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Ακόμα ετοιμάζει τα «Άπαντα» του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, με σημειώσεις πολλές και σχόλια, που χάθηκαν όλα δυστυχώς στη Βιέννη πριν ακόμα τυπωθούν. Η λύπη του αγίου Νικόδημου για τα συγγράμματα του μεγάλου ησυχαστού που χάθηκαν ήταν κάτι το θανατερό: «κλαίων και οδυρόμενος, μόλις το έμαθε, δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβην του». Πήγε στους αγαπητούς του Σκουρταίους για να παρηγορηθεί. Ανάλογη πίκρα θα νοιώσει ο Άγιος αργότερα, όταν στο «Πηδάλιόν» του, που έστειλε στη Βενετία για να τυπωθεί, θα προσθέσουν και θ’ αλλοιώσουν, κάπου 18 σημεία των υποσημειώσεων του, « εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών, και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων». Ο άγιος Νικόδημος πληγώθηκε τόσο, που «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο παραποιήσας) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαίρεση εις το βιβλίον του».

Ακολουθούν συχνές μετοικεσίες του αγίου από τόπο σε τόπο, ώσπου να βρει μια μικρήν ησυχαστικήν καλύβα, απέναντι απ’ το κελί του «Αγίου Βασιλείου», όπου θα ζήσει ασκητικότατα, σαν αετός της έρημου, συγγράφοντας τα χαριτωμένα βιβλία του και πολεμώντας με τον παντοτινό εχθρό και πολέμιο των αγίων αγωνιστών, τον δαίμονα. Έρχονται οι ερμηνείες στις 14 Επιστολές του αποστόλου Παύλου και στις 7 Καθολικές, ο «Κήπος Χαρίτων», η «Χρηστοήθεια», ο «Συναξαριστής» και το θεολογικότατο «Εορτοδρόμιον»». Συγγράμματα, που αν δεν τα είχε, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού εκείνη την εποχή η Ορθοδοξία, κανείς δεν ξέρει τι θα είχαν αφήσει όρθιο οι λαίλαπες της πονηρής Δύσεως και η μανία του αγρίου και βαρβάρου κατακτητού.

Συντομεύουμε τη διήγηση, γιατί τα περί του αγίου Νικόδημου δεν έχουν σχεδόν τέλος. Εξασθενημένος από την άσκηση και χτυπημένος από ημιπληγία, περνάει τις τελευταίες επίγειες ήμερες του στο κελί των καλών «Σκουρταίων». Προαισθανόμενος το τέλος του, κάνει γενική εξομολόγηση, Ευχέλαιο, και μεταλαβαίνει κάθε μέρα των Αχράντων Μυστηρίων. Ένας ψίθυρος θερμός κινεί τα χείλη του ασταμάτητα. «Δεν μπορώ, πατέρες μου, λέγει, να προσευχηθώ νοερώς και προσεύχομαι με το στόμα». Ταπείνωση, ακόμη και στην ώρα του θανάτου!

Πέρασε η μέρα. Το βράδυ κοινώνησε και πάλι και ησύχασε πολύ. Οι πατέρες τον ρώτησαν «Διδάσκαλε ησυχάζεις;» Κ’ εκείνος τους αποκρίνεται με τον περίφημο αυτό λόγο « τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, πως να μη ησυχάσω»!

Στις 14 Ιουλίου του 1809, μέρα Τετάρτη, ο άγιος Νικόδημος παρέδωκε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, όταν έβγαινε ο ήλιος -ένας ήλιος ανέτελλε, κ’ ένας άλλος, πνευματικός, βασίλευε. Τόση ήταν η θλίψη των χριστιανών και των Μοναχών, που ένας αγράμματος αλλά ευλαβής χριστιανός, είπε αυτά τα λόγια! « Πατέρες μου, καλύτερον ήτον να απέθνησκον σήμερα χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».

Ο Άγιος Νικόδημος, ο όποιος, δυστυχώς αγνοείται σήμερα κατά μέγα μέρος, απ’ την «επίσημη» θεολογία και τον λαό της Εκκλησίας μας, με τα συγγράμματά του σε πολλά και πολλούς κλάδους θεολογικούς διακονούντα, υπήρξε «κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος, ασκητικός συγγραφεύς, έκδοτης βιβλίων, είς εκ των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως, ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, διά του οποίου ύστερα από πολλούς αιώνας, δοξάζεται πάλιν η ελληνική Εκκλησία». Αλλά πάνω απ’ όλ’ αυτά, πρέπει να τονισθεί ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος ορθόδοξος μυστικός θεολόγος των τελευταίων εκατονταετηρίδων της Εκκλησίας μας, και ότι είναι ο πλησιέστερος μυσταγωγός που μπορεί να μας οδηγήσει, ως ποιήσας και διδάξας, με τα μυστικά και πρακτικά του συγγράμματα, στον ωραίο και πάντερπνο Παράδεισο, στους κόλπους του αγαπημένου Ιησού, όπου εκείνος αναπαύεται από των κόπων του, και πρεσβεύει απαύστως υπέρ ημών.

( Περιοδικό ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ)