Από την γνωριμία μου με τον μακαριστό Γέροντα Παΐσιο (2)
13 Ιουλίου 2009
15 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Ιερομονάχου Ακακίου Αγιορείτου
Κάποιος γνωστός μου αγιορείτης ιερομόναχος μου ανέφερε το εξής περιστατικό, που του συνέβη ένα βράδυ κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970. «Εκανα τον κανόνα μου, έσβησα τη λάμπα και μαζεύτηκα στη γωνιά του κελιού μου λέγοντας την ευχή καθιστός. Ξαφνικά ένοιωσα να ανοίγει η πόρτα. Άνοιξα τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου τον Γερό Παΐσιο. Τα έχασα!… Έκανα το σταυρό, γιατί νόμισα πως πρόκειται για δαιμονική φαντασία, αλλά τίποτε! Έμεινα άφωνος!…Ο Γέροντας πλησίασε, μου έπιασε με το αριστερό του χέρι το αριστερό μου και με το δεξί του με κτύπησε επανειλημμένα στην πλάτη: Τι με κοιτάς σαν χαμένος, να πούμε ευλογημένη ψυχή; Να χαίρεσαι, πάτερ μου, να χαίρεσαι, γιατί το Περιβόλι της Παναγίας μας ξαναάνθισε. Και να ξέρεις: από τα νέα καλογέρια θα βγουν καλοί ηγούμενοι, θα βγουν καλοί ασκητές, θα βγουν καλοί πνευματικοί…Να χαίρεσαι ευλογημένη ψυχή! Κατάλαβες; ‘Αλλά πρέπει όμως εσείς οι νέοι να γίνετε ψημένα τούβλα, ώστε αργότερα που θα έρχονται κοντά Σας πληγωμένες και ταλαιπωρημένες ψυχούλες να μπορείτε να βαστάζετε τα βάρη τους και να μη λιώνετε σαν άψητα τούβλα στο νερό. Κατάλαβες;
Έχω προσωπικές μαρτυρίες ευυπολήπτων και σοβαρών πνευματικών ανθρώπων (από την Κόρινθο, τη Μυτιλήνη, την Θεσσαλονίκη και τη Νέα Υόρκη) που περιμένοντας το Γέροντα στην αυλή της καλύβης του, τον αντιλήφθηκαν ξαφνικά δίπλα τους. Και στη δικαιολογημένη ερώτηση τους «Πού ήσουν, Γέροντα;» απάντησε «Δίπλα σας· δεν με βλέπατε τόση ώρα;»
Άλλη φορά συζητώντας για μερικές «άγιες υπερβολές» στους βίους των Αγίων εξ αφορμής της αναγνώσεως της θαυμαστής βιογραφίας του οσίου Κυρίλλου του Φιλεώτου είπε: «Είναι αλήθεια ότι ο Φιλάνθρωπος Πατέρας μας συγκινείται με αυτές τις άγιες υπερβολές των διαφόρων Αγίων. Ωστόσο, χρειάζεται μεγάλη πνευματική διάκριση, γιατί μπορεί να πάθει ο αγωνιστής μεγάλη και ανεπανόρθωτη πνευματική ζημιά, που θα του στοιχίσει και τη σωτηρία του ακόμη. Δηλαδή, δεν είναι για όλους τα παραδείγματα των Αγίων. Αυτοί από το Άγιο Πνεύμα οδηγούμενοι έκαναν ό,τι έκαναν. Αν εμείς με το σκουριασμένο μας μυαλό πάμε να τους μιμηθούμε, τότε μπορεί να καταστραφούμε πνευματικά. Να! και ο γερο Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης συμβουλεύει το ξύλο σαν φάρμακο για τους σαρκικούς λογισμούς και πειρασμούς. Ξέρεις όμως; Χρειάζεται να φτάσεις σε σχετικό πνευματικό μέτρο για να εφαρμόσεις τη συμβουλή, γιατί αλλιώς μπορεί να πάθεις ανεπανόρθωτη ζημιά και πνευματική και ψυχολογική».
Ζήτησα επιμόνως, απαιτητικά θα έλεγα, από τον Θεό κάποιο πνευματικό χάρισμα. Και όταν μετά πολύ καιρό το έλαβα, κατάλαβα ότι ο Θεός αργούσε και δεν μου το έδινε, γιατί δεν θα με ωφελούσε στον πνευματικό αγώνα μου. Έτσι ξαναζήτησα να μου το πάρει και ο Πανάγαθος Θεός με άκουσε και μου το πήρε.
«Μερικές φορές με σκοτώνουν οι καημένοι οι λαϊκοί με το φιλότιμο τους. Μου έγραψε προχθές μια χήρα γυναικούλα, πάμπτωχη με τρία παιδιά: «Ο Θεός να με συγχωρήσει, άγιε πάτερ Παΐσιε. Είμαι χήρα, φτωχή με τρία παιδιά μικρά. Ξενοδουλεύω οκτώ ώρες για να ζήσουμε. Οκτώ ώρες ασχολούμαι με τα παιδιά και ξεκουράζομαι και μόνον άλλες οκτώ ώρες προσεύχομαι. Δεν έχω περισσότερο χρόνο. Ο Θεός να με συγχωρήσει την αμελή και ανάξια”-Ακούς εκεί ευλογημένε; Μόνον οκτώ ώρες προσεύχεται και την ελέγχει η αγαθή της συνείδηση! Και ύστερα εμείς οι χαμένοι οι καλόγεροι έχουμε λογισμούς… Κύριε ελέησον!
Πολλές φορές σκεφτόμαστε βασιλικότερα του βασιλέως. Κάποια περίοδο είχα μέσα μου καύση καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ. Έτσι σκέφτηκα: «Για όλους και όλα προσεύχομαι, για το φουκαρά τον Εωσφόρο, τον πρώτο και φωτεινότερο άγγελο, δεν κάνω καμιά προσευχή; Ελεήμων είναι ο Κύριος, που ξέρεις τι μπορεί να κάμει»… Μια βδομάδα, μέρα-νύχτα έκλαιγα ζητώντας από τον Κύριο να ελεήσει τον Εωσφόρο. Και το αποτέλεσμα; Τον βλέπω μπροστά μου να βγάζει τη γλώσσα του και να με κοροϊδεύει, όπως κάνουν τα ανόητα παιδάκια. «Ποιος σου είπε να προσευχηθείς για μένα, ρε βλάκα; Δεν θέλω εγώ έλεος. Κατάλαβες;». Με έσφαξε με τα λόγια του! «Κρίμα τη χαμένη εβδομάδα», είπα. Και από τότε έγινα προσεκτικότερος, αφήνοντας το έλεος και την κρίση στον Θεό.
«Όταν σκέφτομαι την αχαριστία μας προς τον Φιλάνθρωπο Κύριο, σχίζεται η καρδιά μου. Πριν λάβουμε αυτό που θέλομε, Τον φωνάζομε και Τον παρακαλούμε. Μετά όμως την ευεργεσία Του, ξεχνάμε να του πούμε ένα «Ευχαριστώ». Ξέρεις, πάτερ; Καμμιά φορά που βλέπω να ανάβονται μεγάλες λαμπάδες στους ναούς οικτίρω τους εαυτούς μας. Τι είναι το κερί; Η κουτσουλιά της μέλισσας να πούμε. Τρώμε εμείς το καλό προϊόν, το μέλι, και δίνομε στον Θεό την κουτσουλιά της μέλισσας, έχοντας και την ανόητη απαίτηση, ας υποθέσουμε, να μας πληρώσει, γιατί του δίνομε μεγαλύτερη ποσότητα. Εγώ να πούμε λέω, πως αν γινόταν να φάμε και το κερί, ούτε αυτό θα δίναμε στον Θεό. Και Αυτός μας ελεεί ευεργετώντας μας…»
Για τελευταία φορά είδα το χαριτωμένο πρόσωπο του μακαριστού Γέροντα το Μάιο του 1993, λίγες μέρες προτού βγει για το νοσοκομείο στην Θεσσαλονίκη…Είπε: «Ξέρετε, να πούμε, κανένα λεβέντη παλληκάρι να τον πληρώσω, για να μου δέσει, αν πεθάνω, το πόδι με ένα σύρμα και να με πετάξει σε καμμιά λαγκαδιά να με φάνε τα κοράκια και τα τσακάλια;» Έκαμα την ανοησία και τούγραψα ένα γραμματάκι, όπου του έλεγα συν τοις άλλοις, ότι τον ευχαριστώ, τον ευγνωμονώ γιά όσα μου πρόσφερε κ.λπ. επισημειώνοντας : «Με κολλήσατε το μικρόβιο της παϊσίτιδος». Και με πλήρωσε σε λίγο καλά-καλά την φράση αυτή, που δεν πρόκειται να το ξεχάσω με τίποτε!
Πολλοί ευλαβείς προσκυνητές μου εξιστόρησαν θαύματα που τους έκαμε ο μακαριστός Γέροντας, αφού του το ζήτησαν με πίστη: καρκινοπαθείς θεραπεύθηκαν. Δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν. Στείρες απέκτησαν παιδάκια. Άλλοι καθοδηγήθηκαν στη λύση των προβλημάτων τους βλέποντας τον να τους συμβουλεύει πατρικά σε οράματα και όνειρα… Συναγωνίζεται τον Άγιο του Αρσένιο κατά πόδας!
Μας έφυγε και γέμισε τις καρδιές μας λύπη. Τον έχομε πια στον ουρανό παντοτινό μεσίτη της Εκκλησίας. Εκεί δεν «θα πεθαίνει καθημερινά και θα τον ανασταίνει ο Χριστός πάλι», όπως έλεγε για την αιματηρή προσευχή του υπέρ πάντων. «Καλλίτερα να τσαπίζω δέκα στρέμματα χωράφι νηστικός, παρά να κάνω προσευχή για μια πονεμένη ψυχή». Θα τσαπίζει αδιαλείπτως τον παράδεισο σαν καλός περιβολάρης και θα στέλνει που και που κανένα μπουκέτο με λουλούδια και κάποιο χρήσιμο κηπουρικό θείας ευλογίας στις θλιμμένες ψυχές που τον επικαλούνται.
Τώρα, Γέροντα μας όσιε, δεν θα σε εμποδίζει το ασθενικό και αραχνοΰφαντο σώμα σου από το έργο της παγκοσμίου προσευχής. Προσευχήσου, λοιπόν, εντονότερα για όσα και όσους εδώ κάτω προσευχόσουν με δάκρυα και νηστείες συνεχείς και στεναγμούς: Για την Ορθόδοξη Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας· για την πνευματική μας πατρίδα το Άγιον Όρος· για τους πονεμένους όλης της γης· για τους πλανεμένους· για τους ψυχασθενείς· για τους έχοντας οικογενειακά προβλήματα· για τα καλόψυχα μα παραστρατημένα και ακαθοδήγητα παιδιά, στα όποια έδειχνες όλη σου την αγάπη· για τους ευρισκομένους σε κρεβάτια ασθενείας· για τους ιερείς και τους μοναχούς· για τους επισκόπους και τους άρχοντες· για τα αγέννητα και μηδέποτε αξιωθησόμενα να δουν το φως της μέρας βρέφη· για τους αγωνιζόμενους αδελφούς μας μέσα στου βίου την πολυκύμαντη θάλασσα. Προσευχήσου, προσευχήσου, προσευχήσου!
Και αν σου μένει καιρός, «να πούμε ας υποθέσουμε», «στρίψε το κουμπί της τηλεόρασης μου-και ας μη είναι και έγχρωμη”, όπως έλεγες. Συγχώρησε μου δε την αναίδεια, να γράψω για σένα τον Άγιο αυτές τις κακότεχνες γραμμές. Όμως κοίταξε τη σιτοδεία την πνευματική. Εκ των σων τόλμησα και μάζεψα ελάχιστα ψιχία, αναμηρυκάζοντας ευγνωμονητικά από τα όσα πάμπολλα και θαυμαστά και υπέρ νουν είδα και άκουσα και έζησα συναναστρεφόμενός σε, αν και παραμένω «ένα αδιόρθωτο παλιόπαιδο του Θεού»…
Εύχου, άγιε Γέροντα Παΐσιε, να βγουν και άλλοι ισάξιοι σου ασκητές, και να τους γνωστοποιήσει ο Κύριός μας, όταν το χρειασθεί η Μητέρα μας Εκκλησία, για να μας οδηγούν απλανώς στη σωτηρία που συ με αίμα πολύ πέτυχες και κέρδισες!
(Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, τ. 5, 2001, σ. 122-127).