ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟ ΙΕΡΑΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ (3)
16 Ιουνίου 2009
Αναφέρουμε σχετικά ότι εξαιτίας των πολλών δεινών που υφίσταντο οι μονές κατά τον 14ο αιώνα αναγκάζονταν να μετατρέπονται σε ιδιόρρυθμες, αφήνοντας ελεύθερους τους μοναχούς να κερδίζουν τα προς το ζην. Διατηρούσαν όμως το θεσμό του ηγουμένου, που είχε πνευματικά κυρίως καθήκοντα. Οι διοικητικές αρμοδιότητες αναθέτονται στον δικαίο της μονής. Ως πρώτος δικαίος του Βατοπαιδίου άπαντα σε έγγραφο του 1316 ο ιερομόναχος Νήφων. Μετά τον δικαίο εισάγεται το αξίωμα του σκευοφύλακα, που διαχειρίζεται την περιουσία της μονής, ενώ ο δικαίος ασχολείται πλέον με τις εξωτερικές υποθέσεις. Πρώτος σκευοφύλακας αναφέρεται σε έγγραφο του 1633 ο μοναχός Ιγνάτιος. Κατά το έτος 1574 η μονή μετατρέπεται πάλι σε κοινόβιο, με ενέργειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου.
Οί επιδρομές των πειρατικών πλοίων συνεχίζονται ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να λεηλατούνται και ερημώνονται οι μονές. Μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο η μονή Βατοπαιδίου ζητεί προστασία από τους δυτικούς ηγεμόνες, από τους οποίους μερικοί ανταποκρίνονται θετικά, όπως ο βασιλιάς της Ισπανίας Αλφόνσο (1456), ο Γουλιέλμος, μαρκήσιος Μοντεφεράτου (1512), και ο Γενικός Καπετάνιος της Δημοκρατίας της Βενετίας Φραγκίσκος Μοροζίνη (1664). Όλοι αυτοί εκδίδουν διατάγματα με τα όποια θέτουν τη μονή κάτω από την προστασία τους και απειλούν με πρόστιμα τους επιδρομείς. Ο πάπας Ευγένιος μάλιστα με επιστολή του (1439) συνιστά στους καθολικούς πιστούς να επισκέπτονται τη μονή και να τη συνδράμουν οικονομικά.
Η περίοδος της τουρκοκρατίας επέφερε πολλά δεινά στη μονή, με σημαντικότερο το ότι έχασε αρκετά μετόχια της, που καταπάτησαν οι τούρκοι πασάδες. Σε φιρμάνι του 1516 ελάχιστα μόνο μετόχια της μονής αναφέρονται: Προσφόριον (Ουρανούπολη), Αμμουλιανή, Πρόβλακας, Ορμύλια, Άγιος Μάμας στις Σέρρες, Ζαβερνίκεια, Άγιος Παντελεήμων, Πρινάριον στη Λήμνο και μερικές οικίες στη Θεσσαλονίκη. Σε άλλα έγγραφα της ίδιας εποχής αναφέρονται και τα μετόχια του Αγίου Νικολάου, στη Βιστονίδα, και του Αγίου Φωκά στη Χαλκιδική.
Η απώλεια πολλών κτημάτων και μετοχιών έφερε τη μονή σε δυσχερή οικονομική κατάσταση: το 1610 χρωστά στο διοικητή των Σιδηροκαυσίων 81.000 άσπρα. Μετά τη λήξη μάλιστα της προθεσμίας καταβολής τους, και επειδή η μονή αδυνατούσε να ξεπληρώσει το χρέος, ο διοικητής πούλησε στους Παντοκρατορινούς τα κελλιά τα λεγόμενα «Γυφτάδικα» αντί 71.000 άσπρων. Τελικά, επενέβη ο επίτροπος του αυθέντου της Μολδοβλαχίας Σκαρλάτος ο Γραμματικός και έδωσε στους Βατοπαιδινούς 70.000 άσπρα για να εξαγοράσουν τα παραπάνω κελλιά.
Στη δύσκολη αυτή περίοδο βοήθησαν πολύ οι τσάροι της Ρωσίας και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων επαρχιών, που παραχώρησαν στη μονή Βατοπαιδίου τις μονές Γκόλια (1604), Πρέτζιστας (1646), Αγίου Νικολάου (1667), Μπαρμπόιο (1669) και Μύρρα (1689), καθώς και τις σκήτες Γραζδένι, Φατατζούνι, Κάνιτζου (1690) και Ρακετώσσα (1729). Στα μέσα του 19ου αιώνα η μονή κατέχει στη Βεσσαραβία 45 περίπου μετόχια με τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, τα εισοδήματα των οποίων, κατά τα τελευταία χρόνια, φθάνουν ετησίως τις 26.800 οθωμανικές λίρες. Δυστυχώς όμως, αργότερα η μονή χάνει και αυτά τα μετόχια, γιατί το 1863 ο ηγεμόνας Κούζας τα καταλαμβάνει και εκδιώκει όλους τους μοναχούς.
Στα μετόχια αυτά αποστέλλονταν διακεκριμένοι πατέρες της μονής για να τα διοικήσουν ως ηγούμενοι και να διαχειρισθούν την περιουσία τους. Μάλιστα, μερικοί από αυτούς διακρίθηκαν για την αρετή τους και την επιρροή που ασκούσαν στις ηγεμονικές αυλές για τα συμφέροντα του υπόδουλου ελληνικού έθνους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξάλλου, εκτιμώντας την προσφορά τους, τους χειροτονούσε επισκόπους, απονέμοντας τους τον τίτλο του «Μητροπολίτου Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου».
Η ίδρυση της Αθωνιάδος Σχολής, το 1748, υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά της μονής Βατοπαιδίου προς το υπόδουλο Γένος. Την ανέγερση των κτιρίων και τη λειτουργία της σχολής ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μονή, σε μία περίοδο μάλιστα που αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της βαριάς φορολογίας των τουρκικών αρχών. Η ίδρυση της σχολής αναπτέρωσε το ηθικό του υπόδουλου ελληνισμού και συγκίνησε τους πατριάρχες και τους άλλους λογίους τόσο, ώστε ο Αδαμάντιος Κοραής, εγκωμιάζοντας τους βατοπαιδινούς μοναχούς, είπε χαρακτηριστικά: «Εύγε και υπέρευγε, σεβασμιώτατοι Βατοπαιδινοί. Εάν σεις εκπληρώσατε ό,τι χρωστείτε εις την ημών μητέρα και πατρίδα, ή πατρίς πρέπει να σας ευχαριστήσει ως ευεργέτας, και όχι ως πληρωτάς…» (Αδαμάντιος Κοραής, Παράλληλοι Βίοι του Πλουτάρχου, т. Α2, σ. 937).
Η Αθωνιάδα Σχολή ήταν η μεγαλύτερη ελληνική σχολή στον τουρκοκρατούμενο χώρο. Έφθασε να αριθμεί 200 μαθητές, με πρώτο σχολάρχη τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη. Το 1750 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ο Ε’ (1748-1757) εκδίδει σιγίλλιο με το όποιο ανακοινώνει στο χριστεπώνυμο πλήρωμα την ίδρυση της σχολής και ζητεί την οικονομική ενίσχυση της. Παράλληλα, η μονή Βατοπαιδίου αποστέλλει στη Θεσσαλονίκη τον ιερομόναχο Ιωάσαφ με άγια λείψανα για να συλλέξει συνδρομές υπέρ της Αθωνιάδας. Μετά την παραίτηση του Νεοφύτου, ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης, με καθηγητές τους ιεροδιακόνους Κυπριανό Κύπριο, μετέπειτα πατριάρχη Αλεξανδρείας (1766-1783), Νικόλαο Τζερτζούλη και Παναγιώτη Παλαμά. Μεταξύ των μαθητών της σχολής συγκαταλέγονται οι άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Ρήγας Φεραίος, Σέργιος Μακραίος, Ιώσηπος Μοισιόδαξ και Αθανάσιος ο Πάριος. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Αδαμάντιος Κοραής μόχθησαν πολύ για την εύρυθμη λειτουργία της.
Μετά την αναχώρηση του Βούλγαρη η σχολή δεν μπόρεσε ποτέ να επανέλθει στην προηγούμενη ακμή της, με αποτέλεσμα να διακόψει τη λειτουργία της γύρω στο 1811 και, κατά τους χρόνους της Επανάστασης, να ερημωθεί. Συνέχισε όμως να λειτουργεί ως μικρότερη σχολή μέσα στη μονή για τις ανάγκες των βατοπαιδινών αδελφών, με δασκάλους λόγιους μοναχούς. Ανάμεσα στα ερείπια της το μοναδικό κτίσμα που διασώζεται ως σήμερα είναι το παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία.
Το 1821 γίνεται μία τελευταία προσπάθεια της βατοπαιδινής αδελφότητας να μετατρέψει τη μονή σε κοινόβιο. Την απόφαση αυτή ανακοινώνει με επιστολή της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ζητεί την έκδοση σχετικού σιγιλλίου. Η κήρυξη όμως της ελληνικής επανάστασης ματαιώνει το εγχείρημα. Το Άγιον Όρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο δεινών, που θα διαρκέσουν ως το 1830.
Στον εθνικό αγώνα οι μονές προσφέρουν τα κανόνια τους, πυρομαχικά, τρόφιμα και μετατρέπουν τα χαλκαδιά σε οπλουργεία. Χίλιοι πεντακόσιοι μοναχοί, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Παπά, εκδιώκουν τους Τούρκους από τη Χαλκιδική. Τότε η μονή Βατοπαιδίου, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητος, ναυλώνει ένα πλοίο με τρόφιμα και το στέλνει στον Πρόβλακα για ενίσχυση του στρατού. Η εξέγερση τελικά αποτυγχάνει, και ο στρατός διασκορπίζεται στο Παγγαίο και στα χαρακώματα της Βίγλας.
Ο κίνδυνος είναι πλέον ορατός, και η μονή Βατοπαιδίου προτρέπει τις άλλες μονές και την Ιερά Κοινότητα να αποστείλουν προϊσταμένους εκπροσώπους στον Πρόβλακα με σκοπό τη συνθηκολόγηση με τον τουρκικό στρατό. Μία μεγάλη αντιπροσωπεία από 120 προϊσταμένους των μονών μεταβαίνει στον Πρόβλακα και πείθει τον Αβδούλ Ρουμπούτ πασά να συνδιαλλαγεί, με τον όρο να καταβάλουν οι μονές 1.500.000 γρόσια ως πολεμική αποζημίωση. Επειδή όμως ήταν αδύνατο να εξευρεθούν αμέσως τόσα χρήματα, παρακάλεσαν τον πασά να δεχθεί 1.000 πουγγεία προκαταβολικά και τα υπόλοιπα σε ορισμένη προθεσμία. Ο πασάς δέχθηκε την πρόταση των Αγιορειτών, αλλά κράτησε ως ομήρους τους 120 προϊσταμένους. Οι 82 από αυτούς οδηγήθηκαν στις φυλακές της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινουπόλεως, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες.
Μετά τη σύναψη της συμφωνίας ο Ρουμπούτ πασάς έστειλε στο Όρος 3.000 στρατιώτες, με επικεφαλής τον Μουράτ αγά, για να μαζέψουν όπλα και πυρομαχικά και να συλλάβουν τους επαναστάτες. Οι τούρκοι στρατιώτες, περιεχόμενοι τις μονές, απαιτούσαν από τους μοναχούς τροφή για τους ίδιους και τα άλογα τους. Όλες οι μονές απευθύνονταν τότε στη Βατοπαιδίου ζητώντας ρύζι και κριθάρι, αποκαλώντας τους Βατοπαιδινούς σωτήρες τους. Τα δεινά του Όρους παίρνουν τέλος με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων στις 13 Απριλίου 1830, Κυριακή του Θωμά.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι το ίδιο δύσκολα, και η μονή περιέρχεται σε οικονομική εξαθλίωση εξαιτίας της βαριάς φορολογίας και της απώλειας των μετοχίων της. Αναγκάζεται να πουλήσει αρκετά κτήματα για να μπορέσει να ξεπληρώσει τα χρέη της· πολλά μετόχια της καταπατούνται από τους Τούρκους. Απομένουν μόνον οι πρόσοδοι από τα μετόχια της Βλαχίας και Βεσσαραβίας, που και αυτά δημεύονται από το ρουμανικό κράτος το 1863.
Παρ’ όλα αυτά η μονή Βατοπαιδίου συνεχίζει γενναιόδωρα κατά τους νεότερους χρόνους το φιλανθρωπικό της έργο. Το 1880 προσφέρει 3.700 λίρες για την ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής και το 1908 δωρίζει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το ποσό των 5.000 λιρών. Το έτος 1912 επίσης αναλαμβάνει την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1906, μετά από παράκληση του έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η μονή αγοράζει το μετόχι Σουφλάρ στην Καλαμαριά, που άνηκε στον Ισραηλίτη Ιακώβ Μοδιάνο, για να μην περιπέσει σε ξένα χέρια. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, μετά την πυρκαγιά του 1917, η μονή χορηγεί το υπέρογκο ποσό των 50.000 χρυσών φράγκων για την αντιμετώπιση των καταστροφών και το ίδιο έτος χαρίζει στο Γαλλικό Ερυθρό Σταυρό το μεγάλο, για την εποχή, ποσό των 20.000 δρχ. Το 1912 εξαγοράζει από τον τούρκο αγά δύο χωριά της Χαλκιδικής, τα Βραστά και τον Σταυρό, αντί 8.000 λιρών. Η φιλανθρωπική δράση της φθάνει μέχρι τη μεγαλόνησο Κύπρο, όπου το 1860 ανεγείρει σχολείο στο χωριό Πεδουλά και το 1915 προσφέρει 1.000 λίρες για την ίδρυση του «Βατοπαιδινού διδασκαλίου» στη Λάρνακα.
Στις 8/23 Ιουνίου 1930 γίνεται η διάσκεψη της προκαταρκτικής επιτροπής των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι εργασίες διεξάγονται στο συνοδικό της μονής με την παρουσία αντιπροσώπων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και υπό την προεδρία του μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλάρετου Βαφείδου. Το επόμενο έτος επισκέπτεται επίσημα τη μονή ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, και του επιφυλάσσεται μεγαλειώδης υποδοχή. Προς τιμή του απλώνεται από το λιμάνι ως το καθολικό το περίφημο χαλί με το μονόγραμμα της μονής και τους δικέφαλους αετούς. Το χαλί αυτό, μήκους 700 μέτρων, είχε κατασκευασθεί το 1913 για την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου κατά την επίσκεψη του στο Όρος, επίσκεψη που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Κατά τον πρόσφατο εορτασμό της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, το 1963, επισκέφθηκαν τη μονή ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας, ο βασιλιάς Παύλος και άλλοι επίσημοι.
Αποφασιστικός, τέλος, σταθμός στη σύγχρονη ιστορία της μονής είναι ή επάνδρωση της, το 1987, από τη συνοδεία του γέροντος Ιωσήφ Σπηλαιώτου, που προήλθε από τη Νέα Σκήτη της μονής Αγίου Παύλου. Ύστερα μάλιστα από απόφαση των πατέρων της μονής, και με σιγίλλιο του μακαριστού οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου Α΄, το 1989 η μονή επέστρεψε πάλι, μετά από αιώνες, στο κοινοβιακό σύστημα. Πρώτος ηγούμενος της εκλέχθηκε ο αρχιμανδρίτης Εφραίμ, του όποιου η ενθρόνιση έγινε την Κυριακή των Μυροφόρων (29 Απριλίου 1990).
Συνεχίζεται…