ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ «ΑΓΙΟΤΗΤΑ» ΚΑΙ «ΑΓΙΟΣ». (3)
16 Ιουνίου 2009
Συνέχεια από (2) και (1)
2. Διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Στο δόγμα των αγίων η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει πολλά κοινά σημεία με το αντίστοιχο της ορθόδοξης διδασκαλίας. Έχει όμως και βασικές διαφορές, που το διαστέλλουν διαμετρικά από την ορθόδοξη αντίληψη.
Η βασικότερη διαφορά έγκειται στο δόγμα της θεώσεως, το οποίο οι Ρωμαιοκαθολικοί αναφανδόν απορρίπτουν. Δεν δέχονται θεωμένους αγίους. Γι’ αυτούς οι άγιοι είναι οι ηθικά τέλειοι, οι οποίοι ατενίζουν το φως και τη λαμπρότητα του Θεού, που τους καθιστά μακάριους στη θεία βασιλεία. Ανάκραση της κτιστής φύσεως με τη δόξα του Θεού δεν μπορούν να δεχτούν, πρώτο γιατί η θεία ουσία είναι αμέθεκτη (ορθώς βέβαια), και δεύτερο, γιατί απορρίπτουν τη διάκριση της άκτιστης θείας ενέργειας στην υπερβατική θεότητα, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια διάκριση επιφέρει σύνθεση στην απλή ουσία του Θεού. Κατ’ αυτούς η θεία χάρη δεν είναι μέγεθος άκτιστο, αλλά κτιστό. Θέωση δε σε κτιστό μέγεθος δεν έχει νόημα. Στα σημεία αυτά επικεντρώνονταν, ως γνωστόν, οι περί ακτίστου θείου φωτός έριδες μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων τον ΙΕ’ αιώνα.
Η διαφορά αυτή των δύο θεολογιών είναι προεχόντως σημαντική. Αφετηρία της έχει το δόγμα της αγίας Τριάδος. Ενώ η ορθόδοξη θεολογία δέχεται τρία τινά στο Θεό, την ουσία, τις υποστάσεις και τις άκτιστες θείες ενέργειες (οι δυο τελευταίες είναι διακρίσεις θεοπρεπείς), η ρωμαιοκαθολική θεολογία απορρίπτει την τελευταία διάκριση, δεχόμενη μόνο ουσία και υποστάσεις στη θεότητα. Οι άκτιστες θείες ενέργειες είναι γι’ αυτήν δίδαγμα αβάσιμο, λυμαινόμενο την απλότητα της ουσίας του Θεού. Το φως του Χρίστου δεν είναι άκτιστο, αλλά κτιστό, φαίνεται προσωρινά και ακολούθως χάνεται. Με άλλα λόγια, έχουμε σημαντική τριαδολογική διαφορά, η όποια καθιστά πλέον αγεφύρωτο το δογματικό χάσμα, που υπάρχει μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Δεν είναι δηλαδή μόνο το Φιλιόκβε ( η «και εκ του Υιού» εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος), που καθιστά διάτρητη την περί Τριάδος αντίληψη των Παπικών, αλλά και η απόρριψη των θείων ενεργειών, που για μας αποτελεί καίριο σημείο της ορθόδοξης περί αγίας Τριάδος διδασκαλίας.
Συνημμένα με την τριαδολογία, το περί θεώσεως δόγμα έχει σοβαρό αντίκτυπο και στο πεδίο της σωτηριολογίας. Το πνεύμα των δύο θεολογιών είναι διαμετρικά αντίθετο. Για μας η θέωση, ως το ύψιστο σωτηριολογικό αγαθό, δεν κυριαρχεί μόνο στη θεολογία μας, αλλά και στην πνευματικότητα, την ευσέβεια, τη λατρεία, το ασκητικό ήθος και σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ορθόδοξης ζωής, αποτελώντας το ύψιστο τέλος, τη χαρά και την ελπίδα της Ορθοδοξίας! Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να συνυπάρξουν οι δυο τόσο διαφορετικές πνευματικότητες μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν ο ορθόδοξος πιστός, ο φλεγόμενος από το μυστικό βίωμα της θεώσεως, να συζήσει με την ηθική εξωτερική περί σωτηρίας αντίληψη των Λατίνων; Αλήθεια, πώς;
Είναι φανερό, ότι η περί αγιότητος και αγίων αντίληψη των Ρωμαιοκαθολικών χωλαίνει ως προς το χαρισματικό στοιχείο, το οποίο είναι διάχυτο, αποτελώντας τη ψυχή της αντίστοιχης ορθόδοξης θεωρήσεως. Θα λέγαμε, ότι η θεώρηση των Παπικών πάσχει από κάποια εξωτερικότητα και επιφανειακότητα, που είναι άλλωστε σύμφυτη σε όλες τις δομές του θεολογικού και πρακτικού πνεύματος του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Αυτό φαίνεται πρωτίστως στην ευχέρεια με την οποία ανακηρύσσονται άγιοι οι ευσεβείς στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Να είναι άραγε τόσο εύκολη η ανακήρυξη αυτή; Σε μας οπωσδήποτε δεν είναι. Για ν’ ανακηρυχτεί κανείς άγιος στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, πρέπει να υπάρχουν πολλές ενδείξεις στη συνείδηση της Εκκλησίας περί της θεωτικής παρουσίας της χάριτος στο βίο, τις ψυχές, τα ιερά λείψανα και τη θαυματουργία των ευσεβών και των δικαίων.
Κατόπιν το τυπικό και δικανικό πνεύμα, που διεμποτίζει το Ρωμαιοκαθολικισμό, φαίνεται και σε άλλες πτυχές της περί αγίων διδασκαλίας του. Μια τέτοια πτυχή είναι και οι περισσεύουσες αξιομισθίες των αγίων. Κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς ο πιστός, για να σωθεί, πρέπει να τελέσει τα απλά του καθήκοντα, όπως τα επιτάσσει ο Νόμος του Θεού, όχι όμως και ν’ αναλάβει την τήρηση υπερτάκτων έργων, τα οποία δεν είναι υποχρεωτικά (αγαμία, ιεραποστολή, μαρτύριο αίματος κ.α.). Αν όμως αναλάβει εθελούσια την τήρηση των έργων αυτών, αναλάβει δηλαδή κάτι περισσότερο από την κοινή απότιση του χρέους, επιτελεί κάτι επί πλέον, έχοντας ενώπιον του Θεού «περισσεύουσαν αξιομισθίαν», η όποια μαζεύεται από την Εκκλησία και κατατίθεται στο ταμείο της περισσευούσης αξιομισθίας των αγίων. Απ’ αυτό μπορεί ν’ αντλεί εκάστοτε η Εκκλησία μέρος των αξιομισθιών και να τις διαθέτει (παλαιότερα επί χρήμασι) για τις πνευματικές ανάγκες των ενδεών (πνευματικά) μελών της. Το δόγμα και η πρακτική αυτή, που μοιάζουν με εμπορική συναλλαγή, είναι πολύ άσχημο, δημιούργησε τριβές στην ίδια τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, κι οδήγησε, μεταξύ άλλων, στη Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμό) του 16ου αιώνα. Είναι δε γνωστό πόσο αποτρόπαιη υπήρξε η πρακτική των συγχωροχαρτιών, η οποία στιγμάτισε ανεξίτηλα την Εκκλησία αυτή. Σαθρή είναι επίσης και η δογματική βάση, στην όποια στηρίζεται το δόγμα της περισσευούσης αξιομισθίας των αγίων. Η τήρηση του ευαγγελικού Νόμου καθ’ όλο το φάσμα του είναι, όπου ελευθέρα αναλαμβάνεται, χρέος αυστηρά προσωπικό, χωρίς να δημιουργεί κανένα είδος περίσσειας. Αλλά, και αν δημιουργεί, δεν κατανοούμε το λόγο δημιουργίας του ταμείου της περισσευούσης αξιομισθίας των αγίων και τον τρόπο διαχειρίσεως του. Περίσσεια, και μάλιστα άπειρη, μόνο το λυτρωτικό έργο του Χριστού κατέχει, και κανένας άλλος. Ο πιστός, όταν αναλαμβάνει την τήρηση και των πιο μεγάλων ευαγγελικών παραινέσεων και συμβουλών, δεν παύει να είναι ο «αχρείος δούλος», ο οποίος επιτελεί απλά την οφειλή και το χρέος του ενώπιον του νομοδότη Κυρίου του (Λουκ. ιζ’ 10).
3. Διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων ( Προτεσταντών).
Ως προς τους Προτεστάντες, τέλος, δεν μπορεί να γίνει καν λόγος περί δόγματος των αγίων. Αυτοί δεν αποδέχονται τους αγίους. Απορρίπτουν κάθε έννοια μεσιτείας προς το Θεό από μέρους ανθρώπων εξω από τη μοναδική μεσιτεία του Χριστού. Δεν μπορούν να δουν, ότι η μεσιτεία των αγίων γίνεται στο όνομα της μεγάλης και μοναδικής μεσιτείας του Χριστού (Α’ Τιμ. β’ δ), και προς δόξαν εκείνης. Αντιδρώντας κατά των καταχρήσεων του Παπισμού, έφτασαν σε σημείο ν’ απορρίψουν πλήρως την πραγματικότητα της ορατής Εκκλησίας, αναφαίρετο στοιχείο της οποίας είναι το δόγμα των αγίων. Δεν τιμούν τα λείψανα τους, ούτε στους χώρους λατρείας τους έχουν παραστάσεις και απεικονίσεις αγίων, μη διστάζοντας να χαρακτηρίσουν την τιμητική προσκύνηση των εικόνων, που γίνεται στην Ορθοδοξία, σαν ειδωλολατρία! Κατατρυχόμενοι, τέλος, από το φιλελεύθερο και ορθολογιστικό πνεύμα της θεολογίας τους, είναι πολύ πτωχοί ως προς το χαρισματικό στοιχείο και τον πλούτο, που χαρακτηρίζουν το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Η θέωση γι’ αυτούς είναι εντελώς αδιανόητη. Άγιοι είναι απλά οι έντιμοι και ενάρετοι χριστιανοί. Η χαρισματική εκλάμπρυνση των δικαίων είναι ξένη προς την πίστη τους, μιας και δεν αποδέχονται-όπως και οι Ρωμαιοκαθολικοί – τη διάκριση της θείας ενέργειας στην άπειρη φύση του Θεού.
Και αυτά μεν τα γενικά ως προς την έννοια της αγιότητος και των αγίων, κατά τις υπάρχουσες αντιλήψεις των διαφόρων χριστιανών. Όπως αντιλαμβανόμαστε, το ζήτημα αυτό είναι κορυφαίο για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, το οποίο καθορίζει σαφώς το στίγμα και τη θέση της στη διοικουμενική κίνηση των Εκκλησιών και το φιλενωτικό θεολογικό διάλογο, που διεξάγεται μεταξύ τους αυτή τη στιγμή. Είναι δε κορυφαίο, γιατί άπτεται τόσο της τριαδολογίας, όσο και της σωτηριολογίας και της πνευματικότητος εν γένει της Ορθοδοξίας.
Ανδρέας Θεοδώρου, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (+).