ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΣ (2)
16 Ιουνίου 2009
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Η αγιότητα είναι η αληθινή ισορροπία, η πραγματική υγεία, η ουσιαστική σχέση με τον Θεό. Η υπακοή στην εντολή του να γίνουμε άγιοι, Οπως είναι Αυτός. Το θέλημα του Θεού είναι ο αγιασμός μας και η σωτηρία μας. Χριστιανός σημαίνει αυτός που αγαπά τον Χριστό καί βαδίζει ελεύθερα, αβίαστα, φιλότιμα, πρόθυμα και πρόσχαρα την οδό του αγιασμού. Ακόμη και οι χριστιανοί την αγιότητα θεωρούν ξένη, περασμένη, περιορισμένη σε μονές και ναούς. Οι άγιοι γίνονται αγαπητοί απλά για να περνάμε καλά και να μας δίνουν ότι τους ζητάμε για μία αρκετά άνετη ζωή…
Αγιότητα σημαίνει ν’ ακολουθείς τον Χριστό και στη Γεθσημανή και στον Γολγοθά. Ο Χριστός δεν είναι μόνο του Θαβώρ και του Κενού Μνημείου, των θαυμάτων και των δωρεών. Είναι και της σιγής της ερήμου, και της σιωπής, και των δακρύων. Αγιότητα ακόμη σημαίνει πλήρη και παντοτινή αποδοχή του όποιου θείου θελήματος. Αγιότητα είναι αληθινή αγάπη του σταυρού, απ’ όπου πηγάζει η αληθινή ζωή. Η αγιότητα θέλει υπομονή κι επιμονή, αυταπάρνηση, αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται, δεν κερδίζεται με μόνο αναγνώσεις βιβλίων, μακρών συζητήσεων στα σαλόνια, μ’ ευχάριστες, ωραίες, καλές, άκοπες κι αδάπανες σκέψεις. Καλείσαι ξανά και κύρια να δώσεις αίμα για να λάβεις πνεύμα. Να παλέψεις και να νικήσεις το άγριο θηρίο της πολυκέφαλης υπερηφάνειας.
Η αγιότητα δεν μεταδίδεται και διά των ίερών μυστηρίων στους ανάξιους, τους ανέτοιμους, τους αμετανόητους, τους καυχώμενους μάλιστα για τις αμαρτίες τους. Δεν λειτουργούν μ ένα μαγικό τρόπο τ’ άγια μυστήρια. Χρειάζεται να επιθυμεί κανείς τη θεία χάρη, αλλά και να προετοιμάζεται και να εργάζεται συνεχώς ταπεινά γι’ αυτή. Ο άγιος νικά τη φιλαυτία, τη φιλοσαρκία, τη φιλοδοξία, με τη φιλοθεΐα, τη φιλανθρωπία, τη φιλαδελφία, τη φιλοτεκνία και τη φιλάρετη ζωή.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν αποδίδει ποτέ λατρεία στους αγίους μας παρά μόνο τιμή. Οι άγιοι είναι πάντοτε πιστά, αγαθά και αγωνιζόμενα μέλη της Εκκλησίας. Πρόκειται για απλούς, ταπεινούς, γνήσιους, καθαρούς, μετανοημένους, αγάπης χριστιανούς. Δεν πρόκειται για εξωγήινους και υπεράνθρωπους, για ιδιαίτερα ταλαντούχους και προσοντούχους, γίγαντες μεγαλοδύναμους, πανέξυπνους και πανέμορφους, παντογνώστες και αλάνθαστους, πανομοιότυπους κι επαναλαμβανόμενους. Ολοι οι άγιοι είναι γνήσιοι ταπεινόφρονες και αγωνιστές. Το παράδειγμα τους αξίζει να εμπνέει όλους τους χριστιανούς. Οι άγιοι ήταν σαν κι εμάς. Ορισμένοι μάλιστα, παλαιότεροι και σύγχρονοι, και σε αρκετά πιο δύσκολες θέσεις από εμάς. Ασθενείς, πτωχοί, ταλαιπωρημένοι, κατηγορούμενοι, συκοφαντημένοι, εξορισμένοι, κυνηγημένοι και αδικημένοι.
Στην πρώτη Εκκλησία δεν υπήρχαν πράξεις αναγνωρίσεως αγίων. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η Ορθοδοξία του μάρτυρα ή του ομολογητή. Δεν έχουμε καμιά επίσημη αναγνώριση αγίου από τη Διοικούσα Εκκλησία. Η Εκκλησία αναγνώριζε, όπως βλέπουμε στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, την ήδη υπάρχουσα υπό του πιστού λαού τιμή. Από τον 16ο αιώνα αρχίζει και η Ορθόδοξη Εκκλησία ν’ ανακηρύττει αγίους. Πράγμα που από αρκετά νωρίτερα είχε αρχίσει η Καθολική Εκκλησία.
Οι άγιοι, κατά τον μακάριο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το πραγματούμενο ανά τους αιώνες ευαγγέλιο, ο επεκτεινόμενος Χριστός. Ο κάθε άγιος αποδείκνυε τη θεότητα του Χριστού. Μας αποδείκνυε κατά κάποιο τρόπο την παρουσία του ζώντος Θεού στο παρόν. Στη Δύση από νωρίς τα λείψανα των μαρτύρων εκτός από πηγή αγιασμού, έγιναν και πηγή δόξας και πλουτισμού, γι’ αυτούς που τα κατείχαν. Δυστυχώς δεν άργησε να έχει μία κάποια επίδραση και η Ανατολή. Στη Δύση μετά την παύση των διωγμών κατατάσσονται στο αγιολόγιο κυρίως οι πάπες κι όχι οι συνεχιστές του μαρτυρίου στις έρημους όσιοι.
Οι αποκλειστικές παπικές αγιοποιήσεις ήταν αποτέλεσμα ιδιότυπων δικών, που γίνονταν από επισκόπους, που μελετούσαν τους βίους, πιστοποιούσαν τα θαύματα, όριζαν τη διαδικασία, δίκαζαν δίκαια, με την παρουσία του λεγομένου δικηγόρου του διαβόλου, και αποφάσιζαν αυτοί για την αγιότητα, μ’ ένα τρόπο ορθολογικό και σχολαστικό. Γι’ αυτό κι έχουμε και καθαιρέσεις άγιων στις τάξεις των μακαρίων, όπως του αγίου Γεωργίου ή της αγίας Αικατερίνης.
Η αγιότητα είναι ελευθερία, τόλμη, αγάπη, ταπείνωση. Είναι υπέρλογη. Δεν μετριέται, δεν ζυγίζεται, δεν κατανοείται εύκολα, δεν υπολογίζεται και ορίζεται με τ’ ανθρώπινα μέτρα. Οι άγιοι κατανοούν τους αγίους. Οι άγιοι μπορούν να βιογραφήσουν καλύτερα τους αγίους. Οι πιστοί διαισθάνονται την αγιότητα, τη σέβονται και την ευλαβούνται. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η αποδοχή ενός αγίου γίνεται από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Η επίσημη Εκκλησία αναγνωρίζει την ήδη, όπως είπαμε, από το πλήρωμα υπάρχουσα τιμή. Ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχαμε αναιρέσεις άγιων. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται σπουδή, υπερβολικός ενθουσιασμός, παράβλεψη των γνήσιων εκκλησιαστικών κριτηρίων, παρέμβαση τρίτων προσώπων για την ανάδειξη των αγίων, θα πρέπει με βάση την αυστηρή όρθόδοξη Παράδοση, με μεγάλη φειδώ, ιδιαίτερη ευαισθησία, προσοχή, γνώση και ακρίβεια, να εμπλουτίζεται το αγιολόγιο μας, που και στις μέρες μας προσθέτει σελίδες.
Ο άγιος αποκτά νου Χριστού, άγεται από το Άγιον Πνεύμα και μερικές φορές ένας αμύητος μπορεί να τον παρεξηγήσει ή και να σκανδαλισθεί μαζί του. Ενας άγιος μπορεί να ᾽ναι και παχύς, να γράφει ή να μιλάει πολύ, να είναι βαριά ασθενής. Ενας άγιος δεν έχει όλα τα χαρίσματα μαζί. Δεν τα γνωρίζει οπωσδήποτε όλα. Ακόμη κι ένα αποδεδειγμένο χάρισμα, που έχει, δεν λειτουργεί παντού και πάντοτε. Ενα άγιο τον πλησιάζουμε ταπεινά και δίχως προύποθέσεις και απαιτήσεις. Ενας υπερήφανος δυσκολεύεται πλησιάζοντας ένα άγιο.
Μερικές φορές πλησιάζει κανείς ένα ενάρετο Γέροντα συμφεροντολογικά. Νομίζει ότι ανεβαίνουν οι πνευματικές του μετοχές. Ότι με την πρώτη συνάντηση του μεταδόθηκε και χάρη. Κομπάζει για τη γνωριμία. Θεωρεί ότι κατέστη ξαφνικά πνευματικό του τέκνο. Φρονούμε ότι πρόκειται για φαινόμενα επιπόλαια, ρηχά, φθηνά και αφελή. Είπαμε πως η αγιότητα δεν μεταδίδεται. Είναι καρπός μακρού, ταπεινού αγώνος. Ετσι ο ταπεινός αγωνιστής ενώπιον ενός άγιου ταπεινώνεται πιο πολύ συναισθανόμενος την πλούσια πενία του.
Όταν πλησιάζει κάποιος ένα άγιο φιλοπερίεργα, υπεροχικά και αταπείνωτα δεν πρόκειται να ωφεληθεί. Αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θ’ αναχωρήσει από ένα άγιο με μία γνώμη ακόμη, θεωρώντας τον εαυτό του μόνο άξιο να κρίνει, να εξετάζει, ν’ απορρίπτει και συγκρίνει. Ας αφήσουμε την αγιότητα να μιλήσει άνετα μέσα μας. Μη την εμποδίζουμε να εισέλθει τοποθετώντας ως φράγμα τις ιδέες, τις απόψεις και τις γνώμες μας. Η αγιότητα δεν χωρα σε κανένα μικροσκόπιο κοσμικό.
Συνεχίζεται…