ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΣ (1)
15 Ιουνίου 2009
Η αγιότητα είναι ο σκοπός της υπάρξεως μας. Πλασθήκαμε για να γίνουμε άγιοι. Αυτό δεν θα πρέπει να το λησμονάμε. Η αποτυχία αυτής της πραγματώσεως αποτελεί τη μεγαλύτερη τραγωδία του άνθρωπου. Αξίζει να δούμε πως νοούμε και πως φανταζόμαστε την αγιότητα. Πως στεκόμαστε απέναντι της, πως την άντικρύζουμε και πως τη ζούμε. Πως μπορούμε να τη βρούμε και να τη χάσουμε, να τη χρησιμοποιήσουμε και ακόμη να την εκμεταλλευθούμε.
Η αγιότητα δεν είναι εξουθενωτική. Δεν εξαφανίζει η πανσθενουργή Θεία Χάρη την άνθρώπινη προσωπικότητα. Δεν ισοπεδώνει, εξομοιώνει, καταστρατηγεί κι εξαφανίζει την Ιδιαιτερότητα της μοναδικότητος του ιερού ανθρωπίνου προσώπου. Οι άγιοι δεν είναι κατά κάποιο τρόπο τηλεκατευθυνόμενοι, δίχως δική τους ταυτότητα, προσωπικό χαρακτήρα και κάτι πάντα το ξεχωριστό. Δεν είναι καλούπι, χυτήριο, αγαλμάτων ψυχρών και πανομοιότυπων η αγιότητα.
Υπάρχει δυστυχώς μία λαθεμένη αντίληψη πολλών περί της αγιότητος και των αγίων. Το νέφος των αποστόλων, μαρτύρων, ομολογητών, όσιων, νεομαρτύρων είναι πλούσιο και ποικίλο. Ο μυροβόλος συναξαριστής έχει πάμπολλα παραδείγματα άγιων από τη Δύση, την Ανατολή, γυναικών, ανδρών, νέων και ηλικιωμένων, μορφωμένων και αμόρφωτων, επιστημόνων και αγραμμάτων, έγγαμων και άγαμων, κληρικών και λαϊκών, κλειστών και ανοιχτών τύπων και χαρακτήρων. Μη θέλουμε λοιπόν να τυποποιήσουμε την αγιότητα.
Η αγιότητα γενικά, ως κάτι ιερό και θειο, προκαλεί δέος και σεβασμό, θαυμασμό και γοητεία, αλλά και είναι συνυφασμένη με μύθο, υπερβολή και εξωπραγματικότητα. Ο άγιος θεωρείται εντελώς αποκομμένος από κάθε τι το κοσμικό. Η πηγή της αγιότητος, η αυτοαγιότητα και αυτοαγαθότητα είναι ο Θεός. Ο παλαιοδιαθηκικός Θεός είναι φοβερός, απρόσιτος και αθέατος. Δύνανται να τον πλησιάσουν οι άγιοι· οι πατριάρχες, οι δίκαιοι, οι προφήτες. Ο τελετουργικός παλαιοδιαθηκικός καθαρμός δεν αρκεί για την πρόσληψη της αγιότητος αλλά και η ενάρετη ζωή.
Στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα γίνονται οι κύριες πηγές αγιασμού και οι πιστοί χριστοφόροι, θεόληπτοι, αγιοπνευματικοί, φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας. Στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες οι βαπτισμένοι ονομάζονται άγιοι, αγωνιζόμενοι για τον αγιασμό τους. Άγιος είναι ενας, μόνο ο Θεός. Η μετοχή των πιστών στη θεία ζωή τους δίνει την αγιότητα. Με τον καιρό η αγιότητα κατεστάθη κάτι απόμακρο, δύσκολο, ακατόρθωτο, απομακρυσμένο από τις κοινωνίες των ανθρώπων, για ορισμένους, για τους κεκλημένους, για την αριστοκρατία του πνεύματος. Στην αγιότητα δόθηκε μία καθαρά ήθικιστική διάσταση και δεν χαρακτήριζε την Ιδιότητα της ουσίας του χριστιανού.
Η αγιότητα σήμερα και από πολλούς χριστιανούς θεωρείται πρωτάθλημα, πρωταγωνιτισμός, υπερφυσικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα και κατάκτηση ρεκόρ. Νομίζουν ορισμένοι ότι η αγιότητα έχει δυνατή φωτεινή επιγραφή, αστραποβόλο φωτοστέφανο και ζεί με τη διαφήμιση, τη διάχυση και τη φαντασμαγορική επίδειξη σημείων, λόγων κι έργων. Η αγιότητα όμως συνήθως αγαπά την αφάνεια, τη μυστικότητα, την αδοξία, το άδιαφήμιστο, τα δάκρυα, την απόσυρση, τη σιωπή, τη μετάνοια, την ταπείνωση. Η αγιότητα είναι δοτή, δώρο, μετοχή, κοινωνία με τον Πανάγιο Θεό και όχι κατορθωτή κι ανθρώπινο επίτευγμα.
Συνεχίζεται…