Ο Γάμος στο Βυζάντιο (2)
12 Ιουνίου 2009
Οι βασιλικοί γάμοι
Προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής της βασιλικής συζύγου
Στο Βυζάντιο, τουλάχιστον έως τον Γ’ αιώνα, ο βασιλέας δεν επηρεαζόταν ως προς την επιλογή της συζύγου του από τους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας που ίσχυαν στη Δύση και μάλιστα η βασιλική νύφη εκλεγόταν με έναν πρωτότυπο κι αρκετά αξιοπερίεργο τρόπο.
Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της αυτοκράτειρας Ειρήνης η οποία, όταν θέλησε να βρει σύζυγο για το γιο της Κωνσταντίνο Στ’, έστειλε απεσταλμένους ως τα πέρατα του Βυζαντίου με την εντολή να ανακαλύψουν και να οδηγήσουν στη Βασιλεύουσα τις ωραιότερες κόρες. Για να περιορίσει τον κύκλο της έρευνάς τους και προς διευκόλυνση του έργου τους, η βασίλισσα είχε προνοήσει να προσδιορίσει την ηλικία, το ανάστημα, ακόμη και το μέγεθος των υποδημάτων των υποψηφίων.
Επομένως, η εύρεση νύφης για τον αυτοκράτορα ή τον διάδοχο αποτελούσε μια από τις μέριμνες των ανακτόρων. Οι προϋποθέσεις για την αναρρίχηση στο θρόνο της Αυγούστας, εκτός της ευγενικής καταγωγής η οποία επισημαίνεται από την εποχή που η βασιλεία έγινε κληρονομική, ήταν η παρθενία και η εξαίρετη εμφάνιση. Σύμφωνα με αυτά, ο Θεοδόσιος Β’ επιθυμούσε σύζυγο «νεωτέραν εύμορφον πάνυ… μόνον ευπρεπήν πάνυ» κι ως ανάλογη έλαβε την Αθηναΐδα η οποία μετονομάστηκε σε Ευδοκία, ο Κωνσταντίνος Στ’ νυμφεύθηκε την ωραιότατη Μαρία των Αρμενιάκων, ο Θεόφιλος την όμορφη Θεοδώρα, ο Μιχαήλ Γ’ την ωραία Ευδοκία και ο Λέων Στ’ την πανέμορφη Θεοφανώ.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τα οποία αποδεικνύουν τη σημασία του ωραίου παρουσιαστικού στην εκλογή της βασιλικής συζύγου. Τόση δε σπουδαιότητα αποκτούσε σε κάποιες περιπτώσεις το συγκεκριμένο προσόν, ώστε χάριν αυτού ανέρχονταν στο θρόνο γυναίκες κατωτέρων κοινωνικών τάξεων όπως η σύζυγος του Ιουστινιανού, Θεοδώρα και η σύζυγος του Ρωμανού Β’, Θεοφανώ.
Γενικά μέχρι τον Ι’ αιώνα οι αυτοκράτορες εξέλεγαν τη μελλοντική σύζυγό τους μέσω καλλιστείων στα οποία συμμετείχαν νέες επαρχιώτισσες με μοναδικά, φαινομενικά τουλάχιστον, προσόντα την υγεία και την ομορφιά τους. Ορισμένες φορές, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το πρότυπο εμφάνισης των υποψηφίων καλλονών καθοριζόταν από το ίδιο το παλάτι όπου λάμβανε χώρα η τελική επιλογή.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα βασικά χαρακτηριστικά που όφειλε να συγκεντρώνει η μέλλουσα Αυγούστα ήταν: ανυπέρβλητη ωραιότητα, παρθενία, ευγένεια καταγωγής και άμεμπτη ηθική.
Στο Βυζάντιο επισημαίνονται γάμοι βασιλέων με θυγατέρες ηγεμόνων, συγκλητικών, πατρικίων και άλλων αξιωματούχων. Απαντώνται όμως παράλληλα και περιπτώσεις αυτοκρατόρων οι οποίοι νυμφεύθηκαν κόρες ταπεινής προελεύσεως όπως ο Ιουστίνος Α’ ή ο Ρωμανός που παντρεύτηκε τη Θεοφανώ, Κόρη καπήλου.
Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις οι ηγεμόνες δεν υπολόγιζαν ούτε την αριστοκρατική καταγωγή, εάν κατά την άποψή τους η ομορφιά μιας γυναίκας ανταποκρινόταν στο ιδανικό πρότυπο της Αυγούστας. Το φαινόμενο αντανακλούσε την πεποίθησή τους ότι οι επίσημες τελετές οι οποίες συνόδευαν τη στέψη και το γάμο, είχαν την ισχύ να δώσουν στη μέλλουσα αυτοκράτειρα ένα χαρακτήρα εντελώς νέο και να μετατρέψουν μια κοινή θνητή σε ον υπερκόσμιο, την ενσάρκωση της παντοδυναμίας και της θεότητας [το περί θεότητας πρόκειται μάλλον για άποψη παρά ιστορικό κείμενο]. Η βυζαντινή βασίλισσα δεν ήταν απλά και μόνο σύντροφος και συνεργάτιδα του αυτοκράτορα. Από τη στιγμή που ανέβαινε στο θρόνο αποκτούσε πλήρη ηγεμονική εξουσία και πολύ συχνά διαδραμάτιζε σπουδαιότατο πολιτικό ρόλο.
Συνοικέσια μεταξύ των Ελλήνων αυτοκρατόρων και αλλοεθνών δυναστειών ήταν απαγορευμένα. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνον οι Φράγκοι, όπως ονομάζονταν τοτε οι γερμανικοί και νεολατινικοί λαοί. Όμως, παρά την παράδοση, τα συνοικέσια με ξένους βασιλείς χρονολογούνται ήδη από τα μέσα του Η αιώνα, με μόνη απαράβατη αρχή το θρήσκευμα του προσώπου με το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το συνοικέσιο. Ας σημειωθεί επίσης ότι λόγω πολιτικών αναγκών οι Βυζαντινοί, από τους Η’ και Ι’ αιώνες, προχώρησαν τελικά σε σύναψη γάμων όχι μόνο με Φράγκους αλλά και με άλλα έθνη.
Κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, λόγω πολιτικών ελιγμών, η προσέλευση βασιλικών νυφών από το εξωτερικό έγινε πλέον γεγονός συνηθισμένο. Εξαιτίας αυτού, συμπεριλήφθηκε στην εθιμοτυπία της βυζαντινής Αυλής ολόκληρη διάταξη η οποία καθόριζε τις λεπτομέρειες της υποδοχής τους. Πάντως οι αυτοκράτορες αποδέχονταν τα συνοικέσια αυτά αποκλειστικά και μόνο για λόγους πολιτικούς που αφορούσαν στην ωφέλεια του Κράτους. Από την πλευρά τους σι ηγεμόνες των άλλων κρατών (από τους άρχοντες της Βουλγαρίας και της Γεωργίας έως τον ισχυρότερο μονάρχη του Μεσαίωνα Καρλομάγνο), θεωρούσαν τιμή τη συγγένεια με τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου λόγω του πλούτου, της μεγαλοπρέπειας και του πολιτιστικού επιπέδου της βυζαντινής Αυλής.
Επίσης συνέβαινε κάποτε οι αυτοκράτορες να κάνουν κατάχρηση του δικαιώματος ελεύθερης εκλογής νύφης. Καταπατούσαν κάθε διάταξη της πολιτείας ή της εκκλησίας η οποία προσδιόριζε τον βαθμό των συγγενικών σχέσεων, τον τρόπο διάλυσης του ήδη υπάρχοντος γάμου και της σύναψης νέου, τον αριθμό των γάμων. Η αυθαιρεσία αυτή προκάλεσε φοβερά σκάνδαλα τα οποία συντάραξαν την εκκλησία και την κοινωνία. Πάντως, ούτως ή άλλως το εμπόδιο της συγγένειας μπορούσε να υπερφαλαγγισθεί σε περιπτώσεις βασιλικών γάμων.
Όσον αφορά τις πριγκίπισσες, αυτές έπαιρναν ως συζύγους πρίγκιπες, γόνους ευγενών, στρατηγούς, στους οποίους αποδίδονταν διάφοροι τίτλοι πριν από το γάμο, προς εξύψωση της κοινωνικής τους θέσης.
Η προϋπόθεση της συμπλήρωσης των δώδεκα ετών για τη μνήστευση της κόρης δεν τηρούνταν σε βασιλικά πρόσωπα. Έτσι αναφέρονται γαμήλιες ενώσεις πριγκίπων και πριγκιπισσών πρόωρα συναπτόμενες κι εντελώς ασύμμετρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ανδρόνικος Κομνηνός ο οποίος σε ηλικία εξήντα πέντε ετών παντρεύτηκε την ενδεκάχρονη κόρη του Λουδοβίκου Ζ’, Άννα.
Όπως έχει προαναφερθεί, η λάμψη της βυζαντινής Αυλής ήταν τόση, ώστε όταν οι ξένοι ηγεμόνες πληροφορούνταν ότι στο Βυζάντιο υπήρχαν διαθέσιμοι γαμπροί ή νύφες, έσπευδαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους μέσω γραμμάτων ή απεσταλμένων.
Για την διεκπεραίωση του συνοικεσίου με μια αλλοδαπή νύφη, έπρεπε πρώτα να πειστούν οι Βυζαντινοί για την ωραιότητα και τα προσόντα της. Με αυτό το σκοπό έστελναν κάποιον αυλικό την εξετάσει. Κατόπιν, εάν οι πληροφορίες ήταν ικανοποιητικές, μετέβαινε επίσημη αποστολή προς επισύναψη συμφωνίας με ταυτόχρονη υπογραφή χρυσόβουλλων λόγων, απόδοση όρκων για επιβεβαίωση της επιγαμίας και σύνταξη των όρων του προικοσυμφώνου. Πολλές φορές μάλιστα παρέμενε εκεί κάποιος Έλληνας για να διδάξει στη μέλλουσα αυτοκράτειρα την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ήθη.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο αρραβώνας του Κωνσταντίνου Στ’ και της Rotrud ή Ερυθρώς, κόρης του Καρλομάγνου, κατά τη σύναψη του οποίου ανταλλάχτηκαν όρκοι κι ο ευνούχος Ελισσαίος ταξίδεψε στη Δύση με σκοπό να διδάξει στη νεαρή πριγκίπισσα Ελληνικά και βυζαντινή παιδεία. Κατά το ίδιο διάστημα, ζωγράφος της έκανε το πορτραίτο το οποίο προοριζόταν για το μνηστήρα. Αμέσως μετά την άφιξή της στην Κωνσταντινούπολη για την τέλεση των γάμων, η ξένη πριγκίπισσα υιοθετούνταν από το βυζαντινό αυτοκρατορικό οίκο εγκαταλείποντας την προηγούμενη κοινωνική θέση, εθνικότητα και όνομα, βαφτιζόταν Χριστιανή, εάν δεν ήταν ήδη, κι αντικαθιστούσε το όνομά της με ελληνικό.
Πηγή : Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον