Ορθόδοξη πίστη

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ (2)

10 Ιουνίου 2009

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ (2)

Ο Παντοκράτωρ. Τοιχογραφία στον τρούλλο του παρεκκλησίου του αγίου Νικολάου. Μονή Βατοπαιδίου.

Ο Παντοκράτωρ. Παρεκκλήσι του αγίου Νικολάου, Μονή Βατοπαιδίου.

«Και κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς εργασίαν των εντολών σου, πρεσβείαις της πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.»

Μετά τη δέηση, που κάνει η προσευχόμενη ψυχή στο Χριστό να τη σφραγίσει με το θείο του φως, ώστε να δει και να ενωθεί με την άκτιστη θεία ενέργεια, προχωρεί σ’ ένα δεύτερο πρακτικότερο αίτημα· παρακαλεί το Χριστό να οδηγήσει τα διαβή¬ματά τους προς εργασίαν των εντολών του. Το αίτημα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για να ενωθεί κανείς με το Θεό, πρέπει να είναι καθαρός και ενάρετος. Όπως είπαμε, οι βουτηγμένοι στην ακαθαρσία της αμαρτίας δεν μπορούν να δουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Μόνον εκείνοι που έχουν, σαν φωτιστικό λυχνάρι της ζωής τους «τον νόμον του Θεού» (Ψαλμ. ριη’, 105), όσοι ζητούν πρώτον τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του (Ματθ. 6, 33), την οποία πεινούν και διψούν εσωτερικά στη ψυχή τους (Ματθ. 5, 6) εκείνοι που δεν ακούουν απλώς το λόγο του Θεού, αλλά και τον τηρούν στη ζωή τους (Λουκ. 11, 28), αυτοί θα ικανωθούν να δεχτούν μέσα τους το μακάριο θείο φως, να ενωθούν μαζί του, και να ζήσουν τη χαρά της επουράνιας θείας βασιλείας. Αντίθετα όσοι είναι ντυμένοι στα έργα του σκότους, οι άδικοι, οι πόρνοι, οι ειδωλολάτρες, οι μοιχοί, οι μαλακοί, οι αρσενοκοίτες, οι κλέπτες, οι πλεονέκτες, οι μέθυσοι, οι λοίδοροι, οι άρπαγες, όλοι αυτοί δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού (Α’ Κορ. 6, 9-10). Ο ορθός και ενάρετος βίος, ο στηριγμένος στη διάπραξη των εντολών του Θεού, είναι σημάδι ότι ο άνθρωπος πιστεύει και ζει βαθιά στη ζωή του το άκτιστο φως του Χριστού, την άκτιστη θεία χάρη. Χωρίς έργα αγαθά, η πίστη του ανθρώπου είναι νεκρή και ανώφελη (Ιακ. 2,20). Βεβαίως τα έργα αυτά, τα οποία καλείται ο άνθρωπος να επιτελέσει, δεν είναι καθαρό επίτευγμα δικό του, αλλ’ είναι και αυτά δωρεά της χάριτος του Χρίστου (Εφ. 2, 5), χωρίς τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος «ποιεί ουδέν» (Ιω. 2, 5). Ο άνθρωπος οφείλει να συμπράξει με τη χάρη του Θεού, για να επιτύχει τη σωτηρία του. Πρέπει να έχει πίστη ορθή και έργα αγαθά.

Η προσευχή προς το Χριστό κατακλείεται διά του αιτήματος πρεσβείας της Θεοτόκου και όλων των αγίων. Είναι αίτημα, που κινείται στο πνεύμα της καθολικό¬τητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι οντότητα διαχρονική και υπέρχρονη. Ο φυσικός θάνατος δεν καταλύει τη μυστηριακή της ενότητα. Τα μέλη της, που φεύγουν από τη γη, εκδημούν προς Κύριον. Αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλη¬σία, η οποία βρίσκεται σε αέναη επικοινωνία με το επί της γης στρατευόμενο σώμα του Χριστού. Ο κυριότερος σύνδεσμος των δύο μερών της Εκκλησίας είναι η αγάπη και η προσευχή. Οι Άγιοι, οι δεδικαιωμένοι ενώπιον του Θεού και ζώντες το μακάριο φως της επουράνιας θείας βασιλείας, πρεσβεύουν, μεσιτεύουν προς τον εν Τριάδι Θεόν, υπέρ των αδελφών των, οι όποιοι αγωνίζονται επί της γης τον αγώνα τον καλόν. Το μεσιτικό αυτό έργο επιτελεί κυρίως η Μητέρα του Χριστού και οι Άγιοι της Εκκλησίας. Η δέηση της Θεοτόκου σφραγίζει ανεξίτηλα την προσευχή της Ορθοδοξίας, και καλύπτει ασφυκτικά την ευσέβεια και τη λατρεία της. Η ορθόδοξη ψυχή σπεύδει διηνεκώς προς τη Μητέρα της, γνωρίζοντας ότι ισχύει πολύ «δέησις Μητρός εις ευμένειαν Δεσπότου». Η Παναγία είναι το καύχημα, η χαρά και η ελπίδα της: «Παναγία μου, χαρά μου, ελπίς και προστασία μου», ανακράζει με πόθο και σεμνή ιεροπρέπεια. Στη Μητέρα του Χριστού, στην Υπεραγία Θεοτόκο, συνοψίζεται ολόκληρο το χριστολογικό μυστήριο.

Όπως και στην αρχή είπαμε, μόνον ο ορθόδοξος πιστός μπορεί να προσφέρει την προσευχή προς το Χριστό. Οι ξένοι αδυνατούν να την προσφέρουν. Σε δυο καίρια σημεία διαστρεβλώνουν την τριαδική θεία αλήθεια· από τη μια μεριά προσθέ¬τουν το Filioque (και εκ του Υιού) και από την άλλη αφαιρούν την άκτιστη τριαδική θεία ενέργεια, δημιουργώντας χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ ημών και αυτών. Κακώς έχουμε συνηθί¬σει να βλέπουμε μονομερώς την τριαδολογική αίρεση των παπικών στο Filioque. Έχω την εντύπωση ότι η άρνηση των ακτίστων θείων ενεργειών από την ουσία του Θεού είναι μεγαλύτερη αίρεση, διότι πλήττει ευθέως την αγιαστική ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, και οδηγεί στον υπερφίαλο και άκρατο παπισμό.

Η Ορθοδοξία ζει και κινείται στο άκτιστο φως του Χριστού. Σ’ αυτό βλέπει τα πάντα, τη θεολογία, την ευσέβεια, το ήθος, την άσκηση, τον αγιασμό, τη θέωσή της. Είναι η Εκκλησία του θείου φωτός!

ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (+)