Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη V
30 Μαΐου 2009
Κάτσανε κάτου απ τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φώς με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μές στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού πού κράταε τη σημαία.
Είχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σά μία μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.
Τίποτ άλλο δεν έμενε. Μονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Οι άλλοι μας άφησαν από καιρό κάτου απ τις πέτρες
μέ το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Μόνο πού η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ
κ είταν το φώς συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.
Τί θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μές στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα
τί θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς σά σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;
Ρίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ αμπέλια της Μονοβασιάς μή και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα
καί τριγυρνάνε έξω απ τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μία γλώσσα πιο της κερασιάς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη –
τά χέρια εκείνα πού απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε –
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νά πούν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μές στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Και πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.
Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Καμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ αμπέλι και το σπίτι.
Βραδιά σπαγγοραμμένη με τ αστέρια της μές στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ άγγιξε η φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.
Απάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους – τρέχει το αίμα μές στις φλέβες.
Και να το βήμα γνώριμο. Ποιός είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Το σύρσιμο της ρίζας μές στην πέτρα. Κάποιος έρχεται.
Το σύνθημα, το παρασύνθημα. Αδελφός. Καλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φώς τα δέντρα του, θα βρεί μία μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Του σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φώς ακόμα.
Καλησπέρα, αδερφέ μου. Το ξέρεις. Καλησπέρα.
Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.
Κανείς δεν αγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιά να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πούν το μπόι τους.
Μέσα στ αλώνι όπου δειπνήσαν μία νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ τ άρματά τους.
Την άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,
τά παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους πού ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ αγκάθια των άστρων.
Κ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ τις ελιές το απομεσήμερο αντικρύ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Αγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί πού αποκοιμήθηκαν
κ ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.
Κ ύστερα πιά θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σά να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.
(από τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)