Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη IV
28 Μαΐου 2009
Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου πού πεινάει,
μέσα στ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στόν ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.
Από δώ πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
μέ το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
μέ τον άμμο του φεγγαριού μές στις αρβύλες τους
καί με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ αυτιά τους.
Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μία οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.
Α, τί τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
καί σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σά νάσπαγαν μία ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.
Ποιός θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μές στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιός θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μή σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα πού ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
Το χώμα τούτο πού μοσκοβολούσε τα χαράματα
τό χώμα πού είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πώς μύριζε το χώμα –
καί τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φώς στις στέγες και στα δέντρα
ποιός να το πεί πώς βρίσκονται οι μισοί κάτου απ το χώμα
κ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;
Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
μέ τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
καί τούτοι μές στα σίδερα και κείνοι μές στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ το χώμα, μές στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μάς το πάρει.
(από τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)