Η Βρεταννική αυτοκρατορία και η Ελλάς
15 Μαΐου 2009
Του Ν. Φωκά
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έλεγε ότι δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, αλλά εθνικά συμφέροντα. Η ανάλυση των εθνικών συμφερόντων της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας σε σχέση με τα Ελληνικά συμφέροντα, είναι χρήσιμη όχι μόνον για την κατανόηση της ιστορίας του νέου Ελληνικού Κράτους, αλλά και για την χάραξη μιας σωστής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής απέναντι στην διάδοχο της Βρεταννικής αυτοκρατορίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Το νέο Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε με την υποστήριξη της Μεγάλης Βρεταννίας στο συνέδριο του Λονδίνου το 1830, για να εξυπηρετήσει την βρεταννική πολιτική στην περιοχή μας. Δύο ήταν οι βασικές συνιστώσες αυτής της πολιτικής. Η διάσπαση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η παρεμπόδιση της καθόδου της Ρωσσικής αυτοκρατορίας στην Μεσόγειο.
Ο στόχος της Επανάστασης, που ξεκίνησε στην Ρουμανία με βάση τα ιδεώδη του Ρήγα για την απελευθέρωση των Χριστιανών και την ίδρυση μίας δημοκρατίας στην θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απέτυχε (καταστρέφοντας και το όνειρο των Φαναριωτών να διαδεχθούν την Οθωμανική αυτοκρατορία). Το ίδιο απέτυχε και ο στόχος για την απελευθέρωση της Ελλάδος, αφού ένα μικρό μόνο τμήμα της απελευθερώθηκε, και αυτό, αμέσως μετά την απελευθέρωση, βρέθηκε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ανεξαρτησία του νέου Ελληνικού Κράτους ήταν από την αρχή δοτή και περιορισμένη. Τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος προωθούνται από την Μεγάλη Βρεταννία, μόνον στον βαθμό που ταυτίζονται με τα βρεταννικά συμφέροντα.
Έτσι, ο νέος βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ έρχεται το 1863 με την βρεταννική προίκα των Ιονίων νήσων, αλλά χωρίς άλλη βοήθεια, και η Ελλάς καταλήγει στην ταπεινωτική ήττα του 1890. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης, που ξεκινά το 1908 με την Επανάσταση στο Γουδί και εκφράζεται από τον αγγλόφιλο Βενιζέλο, καταλήγει στον διπλασιασμό της Ελλάδος με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, αλλά και στον εθνικό διχασμό του 1914-1917 και στην μεγαλύτερη (ίσως από την καταστροφή των Αθηναίων στην Σικελία τον Σεπτέμβριο του 413 π.Χ.) καταστροφή στην ιστορία του Ελληνισμού, τον Σεπτέμβριο του 1922.
Η πολιτική της Βρεταννικης αυτοκρατορίας, της οποίας τα συμφέροντα ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένα με μουσουλμανικούς πληθυσμούς (και πετρέλαια) στην Αραβία και στην Ινδία/Πακιστάν, δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την Ελληνική Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή την απελευθέρωση όλων των Ελληνικών Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους μουσουλμάνους δυνάστες τους.
Η αντίθεση αυτή είναι η κύρια αιτία για τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας. Βέβαια, η αντίθεση της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρωσσίας και των βαλκανικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με τον εθνικό διχασμό, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Αλλά, βάσιμα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, και χωρίς την υποστήριξη όλων αυτών των δυνάμεων, ο Βενιζέλος θα τα είχε κατά πάσα πιθανότητα καταφέρει, αν πραγματικά είχε την υποστήριξη της Βρεταννικής αυτοκρατορίας και όχι μόνο τον προσωπικό θαυμασμό του Λλόϋδ Τζωρτζ. Και αν έκανε εκλογές όχι το 1920 αλλά αργότερα, αφού είχε επιβάλλει στην Τουρκία την Συνθήκη των Σεβρών, θα είχε κατά πάσα πιθανότητα νικήσει, ή, εν πάση περιπτώσει, η ήττα του δεν θα είχε τις εθνικά καταστροφικές συνέπειες που είχε.
Έκτοτε, η Ελλάς ζει τις συνέπειες της καταστροφής, δηλαδή την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική αλλοίωση, που είναι αποτέλεσμα του περιορισμού ενός τεράστιου μεγέθους του Ελληνισμού, στα ασφυκτικά στενά ελλαδικά πλαίσια. Στον βαθμό που ο Ελληνισμός επιβιώνει σαν οικουμενικό μέγεθος σήμερα, το οφείλει λιγώτερο στην Ελλάδα και περισσότερο στην εξάπλωση του στα πέρατα της γης, κάτω από την πνευματική φροντίδα κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Μεσοπόλεμος είναι η κατ’ εξοχήν εποχή κατά την οποία η Ελληνική πολιτική περιορίζεται στα στενά περιθώρια που της επιτρέπουν η βρεταννική -κυρίως- πολιτική και οι διεθνείς δανειστές της. Ο ίδιος ο γερμανόφιλος Ιωάννης Μεταξάς, από το 1936 κάνει αγγλόφιλη πολιτική, γιατί γνωρίζει (και ομολογεί) ότι διαφορετικά η βρεταννική πολιτική θα χωρίσει την Ελλάδα και πάλι στα δύο.
Παρά τις ελληνικές θυσίες και νίκες του 1940, μετά την μάχη της Κρήτης, η Βρεταννική αυτοκρατορία αρνείται να φιλοξενήσει τον Έλληνα Βασιλιά και την Ελληνική Κυβέρνηση στην Κύπρο. Μετά από περιπλάνηση στην Αίγυπτο και την Νότια Αφρική, ο Βασιλιάς και η Κυβέρνηση καταλήγουν στο Λονδίνο και γίνονται πραγματικά όμηροι της Βρεταννικής πολιτικής.
Η ίδια αυτή πολιτική υποστηρίζει κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τις αριστερές αντιστασιακές ομάδες με όπλα και χρήμα και αγνοεί όλες τις άλλες. Και μετά την απελευθέρωση, οδηγεί τα πράγματα στην σύγκρουση και την Ελλάδα σε έναν νέο εμφύλιο, που καταλήγει στο να βρεθεί η Ελλάδα το 1950 στην πλευρά των νικημένων μάλλον, παρά των νικητών.
Και το 1955, η Ελλάς κάνει το «μοιραίο λάθος» και αγνοεί το «ποτέ» της Βρεταννικής Κυβέρνησης στο Ελληνικό αίτημα για παραχώρηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Αγνοεί την σημασία της Κύπρου για την Βρεταννική αυτοκρατορία και αγνοεί και τα δεδομένα της εποχής. Έτσι, με νωπές ακόμη τις πληγές της κατοχής και του εμφυλίου, τα βάζει με την Βρεταννική αυτοκρατορία για την Κύπρο. Και ενώ στηρίζεται στις Αμερικανικές υποσχέσεις για φιλική προς την Ελλάδα ουδετερότητα, βρίσκει τελικά απέναντί της στα Ηνωμένα Έθνη και αλλού και την Αμερικανική αυτοκρατορία.
Το τίμημα είναι βαρύ. Μετά την τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου το 1955, που στόχο είχε να αλλάξει τον χαρακτήρα του θέματος – από θέμα άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Κυπρίων απέναντι στους Βρεταννοός, σε θέμα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με διαιτητή την Βρεταννία. Ακολουθεί ο διωγμός των Ρωμιών της Πόλης (η οριστική άλωση) και οι αναίσχυντες συστάσεις των Βρεταννών και, των Αμερικανών προς θύτες και θύματα, για αυτοσυγκράτηση.
Το Κυπριακό έκτοτε καταδιώκει την Ελλάδα και γίνεται σημείο τριβής τόσο με την Βρεταννική όσο και με την Αμερικανική αυτοκρατορία. Και παρατηρείται η αντίφαση, η Ελλάς να στηρίζεται πολιτικά και οικονομικά σε αυτές τις δυνάμεις και παράλληλα να τις αντιστρατεύεται στο Κυπριακό (και όχι μόνο).
Ακολουθεί ο Ψυχρός Πόλεμος και οι διώξεις των αντι-φρονούντων. Η Αμερικανική έχει υποκαταστήσει την Βρεταννική αυτοκρατορία και, όχι μόνον εμποδίζει την εθνική συμφιλίωση που επιτεύχθηκε στην Ισπανία, αλλά και οδηγεί την Χώρα στην δικτατορία το 1967.
Το τίμημα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, καλείται να το πληρώσει ο Κυπριακός Ελληνισμός, ο οποίος, παρά τα πλήγματα που δέχεται από την Βρεταννική πολιτική επί 35 χρόνια, στέκεται ακόμα όρθιος. Ιστορικό κατόρθωμα.
Και ο Αττίλας διπλασιάζει τα οφέλη του τον Αύγουστο του 1974, επί Οικουμενικής Κυβέρνησης, με την στήριξη ή ανοχή Βρεταννών και Αμερικανών. Ο Καραμανλής αναγκάζεται να αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του NATO και η Τουρκία επωφελείται για να θέσει νέες διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάς βρίσκει απέναντί της τα Βρεταννικά συμφέροντα, καθώς και τα συμφέροντα της Συμμαχίας – φάντασμα στην περιοχή μας, της Αμερικής, του Ισραήλ και της Τουρκίας. Η συνέπεια της κακής εκτίμησης της κατάστασης από την ελληνική πλευρά, είναι η διαιώνιση του Κυπριακού και η αμφισβήτηση της Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και στη Θράκη από την Τουρκία, αλλά και στην Μακεδονία και στην Ήπειρο από τους νέους προστατευόμενους των Αμερικανών στην περιοχή, τους Σλαυομακεδόνες και τους Αλβανούς.
Από κακή εκτίμηση και κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των Άγγλων και των Αμερικανών, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου δέχονται τις νέες διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, με βάση το σχέδιο Αννάν (σχέδιο που συνέταξαν οι Άγγλοι). Χάρις στο θάρρος της Κυπριακής ηγεσίας και την εντιμότητα του Καραμανλή, αποφεύγεται η διάλυση του Κυπριακού Κράτους και η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της εισβολής. Η Κύπρος γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν αποφεύγεται η προσπάθεια των Βρεταννών και Αμερικανών να νομιμοποιήσουν το ψευδοκράτος.
Μνημείο της αντίθεσης των ελληνικών με τα βρεταννικά συμφέροντα, αποτελεί η διάταξη τόσο του σχεδίου Αννάν, όσο και της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, που αναγνωρίζει δικαίωμα 200 μιλιών αποκλειστικής οικονομικής ζώνης γύρω από την Κύπρο (δηλαδή στα πετρέλαια και στις άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές στην θάλασσα και κάτω από τον βυθό) στις Αγγλικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο, σαν να ήταν κράτος.
Η Ελλάς οφείλει να αναλύσει τα συμφέροντα της Αγγλικής (και πλέον της Αμερικανικής) πολιτικής στην περιοχή και, ή να εντάξει τα εθνικά της συμφέροντα σε μία παγκόσμια πολιτική αυτών των δυνάμεων, ή να εξετάσει άλλες διαφορετικές συμμαχίες, δίνοντας ένα πραγματικά πολυδιάστατο χαρακτήρα στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της. Οφείλει προπάντων να αναγνωρίσει και να διορθώσει τα λάθη της και κυρίως να μην ξεχνά ότι εξωτερική πολιτική χωρίς αξιόμαχο στράτευμα δεν νοείται και ότι γεννήθηκε, αυξήθηκε και υπάρχει, πολεμώντας. Κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα υπάρξει, όσο η Μεγάλη Βρεταννία είναι μέλος. Και στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται η αντίθεση της βρεταννικής και αμερικανικής πολιτικής, με τα ελληνικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Είναι τέλος εξαιρετικά σημαντικό ότι η Ευρώπη, στην προσπάθεια της να προσεγγίσει την Ρωσσία και να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης πρώτων υλών και ενεργειακών πόρων, βρίσκει και πάλι – όπως πάντα – αντιμέτωπη την βρεταννική πολιτική, που έχει και την υποστήριξη της Αμερικανικής πολιτικής. Αυτή η προσέγγιση Ευρώπης-Ρωσσίας είναι η επαναλαμβανόμενη προσπάθεια διά μέσω της ιστορίας, που μπορεί να ανατρέψει την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Σε αυτήν την προσέγγιση, η Ελλάς μπορεί να διαδραματίσει έναν ιστορικό ρόλο.
Πηγή: Περιοδικό
Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (Σελίδες 53-55)
54 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ/ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009