ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (2)
7 Μαΐου 2009
Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ.
Κοινωνία
Πέρα από το ότι είμαστε ελεύθερα οντά και ευχαριστιακά όντα, ο άνθρωπος είναι επίσης κοινωνικό ον. Αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό του στοιχείο. Είναι, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη, ένα «πολιτικό ζώο», γιατί όντως πραγματώνει τον εαυτό του, γίνεται όντως άνθρωπος, εφόσον ζει σε μία πόλη, σ’ ένα κοινωνικά οργανωμένο χώρο. Ακόμη και οι ερημίτες πρέπει να προετοιμάσουν τον εαυτό τους για τη μόνωση, αφού ζήσουν αρχικά στην κοινωνική ζωή μιας μοναχικής αδελφότητας. Ο άνθρωπος είναι διαλογικός. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του John Macmurray «δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος μέχρι που να βρεθούν δυο τουλάχιστον σε κοινωνία».
«Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1:26). Αυτό το «ποιήσωμεν άνθρωπον», όπως παρατηρούν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δείχνει ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους.3 Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα της Αγίας Τριάδος – δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, που δεν είναι απλώς ένας, αλλά ένας εν τρισίν υποστάσεσι. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να πραγματώσει τον εαυτό του καθ’ ομοίωσιν Θεού, σε κοινότητα ή κοινωνία. Όπως ακριβώς ο Θεός δεν είναι μία απομονωμένη μονάδα, αλλά μία ένωση τριών προσώπων που αλληλοπεριχωρούνται μέσω μιας ακατάπαυστης αμοιβαίας αγάπης, έτσι και ο άνθρωπος, πραγματώνει πλήρως τον εαυτό του – γίνεται ολοκληρωμένος άνθρωπος σύμφωνα με τη θεία εικόνα – μόνο όταν ζεί μέσα στους άλλους και για τους άλλους. Γίνεται άνθρωπος όταν ξέρει να μοιράζεται.
Ο Ντοστογιέφσκι μας προσφέρει ακόμη μια πετυχημένη εικόνα αυτής της πραγματικότητας. Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται, μια λαϊκή ιστορία που άκουσε κάποτε, σχετικα με μία ηλικιωμένη γυναίκα που δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μία λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελός της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν που είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ’ αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη. Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τι συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλωτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Έμενα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δυο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο, «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητά της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός που πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου» αλλά «δικό μας». Η προσευχή που ο Υιός του Θεού μας δίδαξε αρχίζει με το «Πάτερ ημών» κι όχι «Πάτερ μου». Αυτό που έκανε την πρώτη αποστολική κοινότητα των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα να ξεχωρίσει, ήταν ακριβώς η πράξη της μοιρασιάς. «Ήσαν δε προσκατερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς (…) πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ως Χριστιανοί δεκαεννιά αιώνες αργότερα, πόσο απεγνωσμένα χρειαζόμαστε να ανακτήσουμε αυτή την αίσθηση της κοινωνίας, να ξαναμάθουμε πως να μοιραζόμαστε το κρεμμύδι.
Το πρότυπό μας σ’ αυτό το μοίρασμα είναι και πάλι η Παναγία. Όταν δέχθηκε το μήνυμα του Ευαγγελισμού, η άμεση αντίδρασή της ήταν να πορευθεί «εις την ορεινήν μετά σπουδής» για να μοιραστεί την καλή είδηση με την εξαδέλφη της Ελισάβετ (Λουκ. 1:39-40). Με σπουδή και αίσθημα βιασύνης: ένιωθε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τη χαρά για τον εαυτό της.
Όπως δείχνει η παραβολή των προβάτων και των εριφίων (Ματθ. 25:31-46), το κριτήριο της θείας κρίσης στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεν θα είναι οι εσωτερικές μου σκέψεις και τα αισθήματα, οι θείες οπτασίες και οι εκστάσεις μου. Ούτε θα ερωτηθώ για τη μοναχική μου άσκηση, τις νηστείες και τις μετάνοιες. Θα μου ζητηθεί όμως να πω αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους και τους άρρωστους, αν φιλοξένησα τους ξένους. Γι’ αυτά όλα θα ερωτηθώ. Με άλλα λόγια, πώς ήσαν οι σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους; Ήξερα να μοιράζομαι; Ήμουν απλώς ένα άτομο, κλεισμένο στον εαυτό μου; Ή ήμουν ένα αυθεντικό πρόσωπο που ζούσα σε κοινωνία με τους άλλους; Δεν είναι συμπτωματικό που η λέξη πρόσωπο σημαίνει, επίσης και «όψη». Είμαι ένα ζωντανό πρόσωπο, που ξεχωρίζω από τα άλλα, μόνο όταν στέκω απέναντί τους, τα αντικρύζω, τα κοιτάζω μέσα στα μάτια και αυτά κοιτάζουν εμένα. Το Άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα στην καρδιά μας είναι Πνεύμα κοινωνίας: κάνοντάς μας διαφορετικούς, μας κάνει όλους ένα.
Ζωντας σε μία κοινωνία που μεγαλώνει ολοένα πιο ψυχρά και αδιάφορα, είναι χριστιανικό μας καθήκον να επαναβεβαιώσουμε το νόημα της προσωπικής κοινωνίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις μηχανές να κυριαρχήσουν. Υπάρχει μία ιστορία ενός ανθρώπου που πήγε να δει έναν ψυχίατρο. «Βρήκα σαν πιο εύκολο τρόπο για να συγκεντρώνομαι», είπε ο ψυχίατρος, «το να μη σε κοιτάζω στο πρόσωπο. Γι’ αυτό ξάπλωσε στον καναπέ και εγώ θα καθήσω στη γωνιά, πίσω από την κουρτίνα». Αφού πέρασε λίγη ώρα ο άνθρωπος παραξενεύθηκε γιατί επικρατούσε μία ύποπτη ησυχία πίσω από την κουρτίνα. Περπάτησε στις άκρες των ποδιών του ως τη γωνιά και κοίταξε προσεκτικά πίσω από την κουρτίνα. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Είδε μία καρέκλα και πίσω της μια πόρτα· όμως πουθενά ο ψυχίατρος. Στην καρέκλα υπήρχε ένα κασετόφωνο. Ο άνθρωπος δεν τα έχασε. Είχε πει την ιστορία του πολλές φορές σε διαφορετικούς ψυχίατρους και την είχε γραμμένη σε κασέττα. Πήρε λοιπόν ένα κασετόφωνο από την τσάντα του, έβαλε μέσα την κασέττα, το άφησε στον καναπέ και το έβαλε σε λειτουργία. Ύστερα κατέβηκε κάτω για να πάρει ένα καφέ. Στην καφετερία όμως συνάντησε τον ψυχίατρο που επίσης έπαιρνε τον καφέ του. Ο άνθρωπος κάθησε στο ίδιο τραπέζι μαζί του. «Πρόσεξε», διαμαρτυρήθηκε ο ψυχίατρος, «δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ· όφειλες να μείνεις πάνω, ξαπλωμένος στον καναπέ, να λες την ιστορία σου». «Πολύ σωστά», απάντησε ο άνθρωπος. «Το δικό μου κασετόφωνο μιλά στο δικό σου».
Ως Χριστιανοί βρισκόμαστε εδώ για να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη αξία της άμεσης επικοινωνίας και συνάντησης – όχι μηχανή προς μηχανή, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο, ενώπιος ενωπίω.
Συνεχίζεται…