ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (1)
6 Μαΐου 2009
Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ.
«Μια ψυχή φτιαγμένη κατ’ εικόνα Θεού είναι πιο πολύτιμη στο Θεό απ’ ότι δέκα χιλιάδες κόσμοι με όλα όσα περιέχουν»
Αποφθέγματα Πατέρων της Ερήμου
Το αληθινό θαύμα
«Μίλησέ μας για τις θείες οπτασίες πού έχεις», είπε κάποτε ένας μοναχός στον Αββά Παχώμιο (286-346). «Ένας αμαρτωλός σαν εμένα δεν περιμένει να έχει καμιά οπτασία από το Θεό», απάντησε ο Παχώμιος. «… Επίτρεψέ μου όμως να σου πω για μια μεγάλη οπτασία. Αν δεις έναν άγιο και ταπεινό άνθρωπο, αυτό είναι μια μεγάλη οπτασία. Γιατί ποιά άλλη μεγαλύτερη οπτασία απ’ αυτή μπορεί να υπάρξει: να δεις τον αόρατο Θεό να φανερώνεται στο ναό του, σ’ ένα ορατό ανθρώπινο πρόσωπο»;1
Αυτή είναι η ανώτερη οπτασία από όλες, το αληθινό θαύμα: μια ανθρώπινη ύπαρξη φτιαγμένη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. «Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στην πνευματική ζωή του καθενός από μας ίσως δεν υπάρχει καθήκον πιο επιτακτικό από αυτό: να ανανεώνουμε το αίσθημα του θαυμασμού και της έκπληξης μπροστά στο θαύμα και το μυστήριο του δικού μας προσώπου. Η λέξη μυστήριο, ιδιαίτερα, χρειάζεται έμφαση. Ποιός είμαι; Τί είμαι; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Γνωρίζω μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του εαυτού μου. Τα όρια του ανθρωπίνου προσώπου είναι απίστευτα πλατειά. Εκτείνονται κατά ύψος και κατά πλάτος στο χώρο και πέρα από το χρόνο, στο ατελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστά και πίσω μέσα στο χρόνο και πέρα από το χρόνο, στην αιωνιότητα. Στο βάθος του εαυτού μου κρύβονται ανεξιχνίαστα βάθη που διαφεύγουν της δικής μου αντίληψης.
Μέσα σ’ αυτό το μυστήριο ανθρώπινο πρόσωπο, που είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα του ζώντος Θεού, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ξεχωριστής σημασίας: ελευθερία, ευχαριστία, κοινωνία και ωρίμανση.
Ελευθερία
Ο Δημιουργός Θεός είναι ελεύθερος: με τον ίδιο τρόπο και τα ανθρώπινα δημιουργήματα που είναι φτιαγμένα κατ’ εικόνα του είναι προικισμένα με ελευθερία. Τί είναι αυτό που κάνει τα ανθρώπινα όντα να ξεχωρίζουν, με ένα τρόπο που υπερέχει, από τα άλλα όντα; Πέρα από όλα τα άλλα, είναι η αυτοσυνειδησία, η φωνή της συνείδησης, η δύναμη της ελεύθερης απόφασης, η ικανότητα της ηθικής εκλογής. Ενώ τα άλλα όντα ενεργούν από ένστικτο, το ανθρώπινο ον στέκεται ευσυνείδητα απέναντι του Θεού – στέκεται με πλήρη επίγνωση στο σημείο του καιρού, στη στιγμή της κρίσης και της ευκαιρίας – και διαλέγει. Ο Θεός κάθε μέρα απευθύνεται στον άνθρωπο λέγοντάς του: «Την ζωήν και τον θάνατον δέδωκα προ προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν· εκλέξαι…» (Δευτ. 30:19). Μόνο με την άσκηση αυτής της δύναμης, της ελεύθερης εκλογής, ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος πραγματικά.
Πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος πρέπει να οριστεί ως ένα ελεύθερο ον. Αυτό το σημείο τονίζεται έντονα από τον Ντοστογιέφσκι στη διήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στο έργο Αδελφοί Καραμαζώφ. Αυτό που ο Χριστός προσέφερε στον άνθρωπο, όπως αναγνωρίζει ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είναι ακριβώς το δώρο της ελευθερίας: ο Υιός του Θεού ήρθε για να μας ελευθερώσει (Ιω. 8:36). Αυτή η ελευθερία όμως, στα μάτια του γηραιού καρδιναλίου, είναι πολύ βαρειά, ένα φορτίο δυσβάστακτο για τους ανθρώπους, ένα επικίνδυνο κοφτερό σπαθί· το ανθρώπινο γένος θα ήταν ευτυχέστερο αν του αφαιρούσαν αυτό το δώρο. «Εμείς διορθώσαμε το έργο σου», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού. Από μία σκοπιά έχει δίκιο: η ελευθερία μας πολύ συχνά αποδεικνύεται ένα άσχημο δώρο. Όμως αν ο άνθρωπος είναι κάτι λιγότερο από ελεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι από άνθρωπος.
Η ζωτική σημασία της ελευθερίας μπορεί να φανεί στην περίπτωση της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας, η οποία είναι και η εικόνα του τι σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος. Στον Ευαγγελισμό, ο Αρχάγγελος δεν επληροφόρησε απλώς την Παναγία για το σχέδιο του Θεού, αλλά περίμενε την ελεύθερη και εθελοντική της απάντηση: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Θα μπορούσε να είχε αρνηθεί. Ο Θεός λαμβάνει την πρωτοβουλία, όμως η εθελοντική συνεργασία της Παναγίας είναι επίσης απαραίτητη. Δεν είναι απλώς ένα παθητικό εργαλείο αλλά ένας ενεργητικός μέτοχος στο έργο της σωτηρίας. Η απάντησή της με κανέναν τρόπο δεν ήταν ένα εκ των προτέρων γνωστό συμπέρασμα· σ’ αυτή την ελεύθερα δοσμένη απάντηση κρεμόταν ολόκληρο το μέλλον της ανθρώπινης ιστορίας.
Σ’ έναν κόσμο που ολοένα γίνεται πιο απάνθρωπος – σ’ ένα κόσμο που φαινομενικά ελέγχεται από τους ψυχαναλυτές, τις στατιστικές και τις μηχανές – η ανάγκη για Χριστιανούς πού επιμένουν στην υψίστη αξία της ελευθερίας, είναι άμεση. Σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, τίποτα δεν είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις ελεύθερες πράξεις εκλογής που γίνονται από πρόσωπα προικισμένα με λόγο και συνείδηση. Ως ανθρώπινες υπάρξεις επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον και τις ασυνείδητες διαθέσεις μας, όμως ποτέ δεν υποδουλωνόμαστε τελειωτικά σ’ αυτά τα πράγματα. Παραμένουμε ελεύθεροι. Ο Θεός έθεσε τον καθένα από μας σαν βασιλιά πάνω στη γη και του έδωσε εξουσία επί «πάντων των κτηνών» (Γεν. 1:28). Ας μην παραιτούμαστε από αυτή μας τη βασιλική εξουσία από δειλία ή έλλειψη φαντασίας.
Εδώ εξάγεται ένα σημαντικό συμπέρασμα. Η ελευθερία δείχνει ότι σαν άνθρωποι είμαστε διάφοροι, ξεχωριστοί. Εφόσον καθένας από μας είναι ελεύθερος, ο καθένας εκφράζει το κατ’ εικόνα με το όποιο είναι προικισμένος με το δικό του ή δικό της μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Και ο καθένας, εφόσον είναι μοναδικός, έχει ανεκτίμητη αξία· ο καθένας είναι το τέρμα και ο σκοπός κι όχι το μέσο για κάποιον άλλο σκοπό. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας κάνει να σκεφτόμαστε με τρόπο στερεότυπο, έτσι που να φαίνεται ότι όλα μετρούνται και κατατάσσονται στατιστικά ή «προγραμματίζονται» σ’ ένα κομπιούτερ. Ως χριστιανοί ανθρωπιστές έχομε κάθε λόγο να αρνηθούμε μία τέτοια τάση. Είναι καθήκον μας να προσβλέπουμε πάντα πέρα από το επίπεδο της επιπολαιότητας, όπου οι ανθρώπινες υπάρξεις κατατάσσονται σε ομάδες, προς το επίπεδό της γνήσιας προσωπικότητας, όπου κανένας δεν είναι κουραστικός. Το Άγιο Πνεύμα καθιστώντας μας ελεύθερους, κάνει τον καθένα μας διαφορετικό· το ίδιο και οι πνευματοφόροι ή άγιοι, οι οποίοι αποκαλύπτουν σε μας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντοτε επιδεικνύουν την άκρα ποικιλία. Δεν είναι η αγιότητα αλλά η αμαρτία που είναι μονότονη.
Ευχαριστία
Κατ’ εικόνα Θεού, προικισμένος με αυτοσυνειδησία και ηθική εκλογή, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο κάνοντάς του χρήση όπως τα υπόλοιπα όντα. Το ανθρώπινο ον μπορεί επιπλέον να δοξάζει το Θεό, αντιπροσφέροντας τη δημιουργία στο Δημιουργό με ευχαριστία· και σ’ αυτήν την πράξη της προσφοράς ο καθένας γίνεται πραγματικός άνθρωπος, πραγματικό πρόσωπο. Αυτό είναι το δεύτερο ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινής μας ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι απλώς ένα ελεύθερο ον αλλά ένα ευχαριστιακό όν. Ο καθένας είναι και βασιλιάς και ιερέας.
Αυτό το σημείο μπορεί και πάλι να τονιστεί με κάτι από τον Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας, ή μάλλον ο αντί-ήρωας, λέει στις Σημειώσεις από το Υπόγειο:
«Κύριοι, ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας… Όμως αν δεν είναι βλάκας, είναι τερατωδώς αγνώμων. Είναι αγνώμων μ’ ένα τρόπο πρωτοφανή. Ακόμη νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι: ένα δημιούργημα με δυο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης…
Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προφέρει κατάρες: είναι το προνόμιό του και αυτό κυρίως τον κάνει να ξεχωρίζει από τα αλλά ζώα».
Όλα αυτά είναι αναμφίβολα ορθά για το μεταπτωτικό άνθρωπο, για τον άνθρωπο πού απομακρύνθηκε από το Θεό. Όμως στην περίπτωση του ανθρώπου, όπως αρχικά ο Θεός τον ήθελε να είναι, και όπως λυτρώθηκε εν Χριστώ, αυτές οι θέσεις πρέπει να αντιστραφούν. Ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου, το κύριο χαρακτηριστικό του, αυτό που τον κάνει να είναι ο εαυτός του, είναι η ευγνωμοσύνη ή ευχαριστία. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα ζώα, το προνόμιό του σαν ιερέας της κτίσης, είναι να ευλογεί το Θεό και να επικαλείται, τη θεία ευλογία για τα άλλα πρόσωπα και πράγματα.
Όπως και πρίν, έτσι και τώρα, το παράδειγμα της Θεοτόκου στον Ευαγγελισμό μπορεί να σταθεί το πρότυπό μας. Όταν πήρε το μήνυμα του αρχαγγέλου, απάντησε με μία πράξη ευχαριστίας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου» (Λουκ. 1:46-7).
Η διάθεσή της είχε τα χαρακτηριστικά της χαράς, της ευχαριστίας της δοξολογίας.
Αν, λοιπόν, πρόκειται να είμαστε πραγματικά άνθρωποι στην εσωτερική μας ζωή, η προσευχή μας πρέπει να διαπνέεται από το πνεύμα της ευχαριστίας. «Προσευχή είναι η κατάσταση της συνεχούς ευχαριστίας», τονίζει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908). Και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (7ος αιώνας) σημειώνει:
«Προ πάντων εν τω της ημετέρας δεήσεως χάρτη ευχαριστίαν ειλικρινή κατατάξωμεν· εν δευτέρω δε στίχω, εξομολόγησιν και συντριμμόν ψυχής εν αισθήσει· είθ’ ούτω την αίτησιν ημών τω παμβασιλεί γνωρίσωμεν».2
Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτηση – αυτή είναι η βασική σειρά που πρέπει να ακολουθούμε όταν προσευχόμαστε. Δεν πρέπει να αρχίζουμε εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας. Πριν σκύψουμε προς τα κάτω για να δούμε την εσωτερική μας ασχήμια, πρέπει να υψώσουμε το βλέμμα προς τα έξω και προς τα πάνω για να ατενίσουμε τη δόξα του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο ο εικοσιτετράωρος λατρευτικός κύκλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αρχίζει κάθε μέρα με τον εσπερινό όπου διαβάζεται ο ψαλμός 103 που είναι ένας ύμνος δοξολογίας για τη δημιουργία:
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω (…) ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας».
Με παρόμοιο τρόπο αρχίζει και η Θεία Λειτουργία, όχι με μια πράξη εξομολόγησης αλλά με μία προκήρυξη για τη δόξα του Θεού: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…». Ως ο περιούσιος λαός του Θεού, αρχίζουμε πρώτα-πρώτα ευλογώντας αυτόν για τη χαρά της Βασιλείας του.