Κατά Ιωάννην, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’
10 Απριλίου 2009
Η ανάστασις του Λαζάρου
1 Υπήρχε κάποιος ασθενής ονομαζόμενος Λάζαρος από την Βηθανίαν, από το χωριό της Μαρίας και της αδελφής της Μάρθας.
2 Αυτή ήτο η Μαρία που άλειψε τον Κύριον με μύρον και εσφόγγισε τα πόδια του με τα μαλλιά της, της οποίας ο αδελφός Λάζαρος ήτο ασθενής.
3 Έστειλαν λοιπόν οι αδελφές προς αυτόν και του είπαν, «Κύριε, εκείνος που αγαπάς, είναι ασθενής».
4 Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, είπε, «Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξη εις θάνατον αλλ’ είναι χάριν της δόξης του Θεού, διά να δοξασθή δι’ αυτής ο Υιός του Θεού».
5 Ο Ιησούς αγαπούσε την Μάρθαν και την αδελφήν της και τον Λάζαρον.
6 Όταν λοιπόν άκουσε ότι ασθενεί, έμεινε τότε δύο ημέρες εις τον τόπον όπου ευρίσκετο.
7 Έπειτα είπε εις τους μαθητάς, «Ας επιστρέψωμεν εις την Ιουδαίαν».
8 Λέγουν εις αυτόν οι μαθηταί, «Ραββί, προ ολίγου οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν και πάλιν πηγαίνεις εκεί;».
9 Απεκρίθη ο Ιησούς, «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Εάν περπατή κανείς την ημέραν, δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει το φώς του κόσμου τούτου.
10 Εάν όμως περπατή την νύχτα, σκοντάφτει, διότι το φώς δεν είναι μαζί του».
11 Αυτά είπε και κατόπιν συνέχισε, «Ο Λάζαρος ο φίλος μας έχει κοιμηθή, αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω».
12 Του είπαν τότε οι μαθηταί του, «Κύριε, αν έχη κοιμηθή θα γίνη καλά».
13 Αλλ’ ο Ιησούς είχε μιλήσει διά τον θάνατόν του, εκείνοι δε ενόμισαν ότι μιλεί διά τον φυσικόν ύπνον.
14 Τότε τους είπε ο Ιησούς καθαρά,
15 «Ο Λάζαρος επέθανε, και χαίρω που δεν ήμουν εκεί διότι θα είναι για το καλό σας για να πιστέψετε· αλλ’ ας πάμε σ’ αυτόν».
16 Είπε τότε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, εις τους συμμαθητάς του, «Ας πάμε και εμείς διά να πεθάνωμε μαζί του».
17 Όταν ήλθε ο Ιησούς, τον ευρήκε ήδη ενταφιασμένον προ τεσσάρων ημερών.
18 Η Βηθανία ήτο πλησίον των Ιεροσολύμων περί τα δέκα πέντε στάδια.
19 Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έλθει εις την Μάρθαν και την Μαρίαν διά να τάς παρηγορήσουν διά τον αδελφόν τους.
20 Μόλις άκουσε η Μάρθα ότι έρχεται ο Ιησούς, επήγε να τον προϋπαντήση, ενώ η Μαρία εκάθησε εις το σπίτι.
21 Είπε τότε η Μάρθα εις τον Ιησούν, «Κύριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου.
22 Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν, θα σου τα δώση ο Θεός».
23 Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς, «Ο αδελφός σου θα αναστηθή».
24 Η Μάρθα του λέγει, «Ξέρω ότι θα αναστηθή κατά την ανάστασιν, την εσχάτην ημέραν».
25 Τότε ο Ιησούς της είπε, «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή.
26 Όποιος πιστεύει σε εμέ, και αν πεθάνη, θα ζήση, και όποιος ζή και πιστεύει σ’ εμέ, δεν θα πεθάνη ποτέ.
27 Το πιστεύεις αυτό;». Λέγει εις αυτόν, «Ναί, Κύριε, εγώ έχω πιστέψει ότι σύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον».
28 Όταν είπε αυτά, έφυγε και εφώναξε την Μαρίαν την αδελφήν της και της είπε μυστικά, «Ο διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει».
29 Εκείνη μόλις το άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ’ αυτόν.
30 Αλλ’ ο Ιησούς δεν είχε ακόμη έλθει εις το χωριό, αλλ’ ευρίσκετο εις τόπον όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα.
31 Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν μαζί της εις το σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν ότι η Μαρία εσηκώθηκε γρήγορα και εβγήκε, την ακολούθησαν και έλεγαν, «Πηγαίνει εις το μνημείον διά να κλάψη εκεί».
32 Ήλθε λοιπόν η Μαρία εκεί όπου ήτο ο Ιησούς, και μόλις τον είδε, έπεσε στα πόδια του και του είπε, «Κύριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου».
33 Όταν ο Ιησούς την είδε να κλαίη και τους Ιουδαίους που την συνώδευαν να κλαίουν επίσης, αναστέναξε μέσα του και ταράχθηκε
34 και είπε, «Πού τον έχετε βάλει;». Του λέγουν, «Κύριε, έλα να ιδής».
35 Ο Ιησούς εδάκρυσε.
36 Είπαν τότε οι Ιουδαίοι, «Κύτταξε πόσον τον αγαπούσε».
37 Αλλά μερικοί από αυτούς είπαν, «Δεν μπορούσε αυτός, που ανοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνη κάτι ώστε να μή πεθάνη ο Λάζαρος;».
38 Ο Ιησούς αφού πάλιν αναστέναξε μέσα του, ήλθε εις το μνήμα. Ήτο δε τούτο σπήλαιον και ένας λίθος ήτο εις το στόμιον.
39 Λέγει ο Ιησούς, «Σηκώστε τον λίθον». Η Μάρθα, η αδελφή του αποθανόντος, του λέγει, «Κύριε, τώρα θα μυρίζη άσχημα, διότι είναι η τετάρτη ημέρα».
40 Ο Ιησούς της λέγει, «Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψης θα ιδής την δόξαν του Θεού;».
41 Εσήκωσαν τότε τον λίθον όπου ευρίσκετο ο νεκρός. Ο δε Ιησούς εσήκωσε τα μάτια προς τα επάνω και είπε, «Πατέρα, σε ευχαριστώ, διότι με άκουσες.
42 Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντοτε με ακούς αλλά το είπα διά τον λαόν που παρευρίσκεται, για να πιστέψουν ότι σύ με έστειλες».
43 Και αφού είπε αυτά, εφώναξε με δυνατήν φωνήν, «Λάζαρε, έλα έξω».
44 Και εβγήκε εκείνος που είχε πεθάνει, δεμένος τα χέρια και τα πόδια με λευκές ταινίες, και το πρόσωπόν του γύρω δεμένο με μαντήλι. Τους είπε τότε ο Ιησούς, «Λύστε τον και αφήστέ τον να φύγη».
45 Πολλοί από τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν έλθει εις την Μαρίαν και είδαν τί έκανε ο Ιησούς, επίστεψαν σ’ αυτόν·
46 αλλά μερικοί απ’ αυτούς επήγαν εις τους Φαρισαίους και τους είπαν τί είχε κάνει ο Ιησούς.