ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (14)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
9 Απριλίου 2009
Επιμονή στο πρόγραμμα
Απαραίτητο στοιχείο εναντίον της τροπής και των αλλοιώσεων είναι το πρόγραμμα, ως απαραίτητος κανόνας της μετάνοιας. Το πρόγραμμα γεννά την έξη (συνήθεια) και η έξη απαλλάσσει από τη βία του κόπου. Ευκολώτερα τότε παραμένει ο ζήλος που δεν τον μειώνει η διακοπή χάριν της επιμονής στο πρόγραμμα. Ο άσκοπος ρεμβασμός της ακαταστασίας και επιπολαιότητας παραμερίζεται με την επιμονή στο πρόγραμμα και συνεχίζεται ανεμπόδιστα το απόλυτο καθήκον της μετάνοιας. Εάν και πριν από την πτώση -που η προσωπικότητα ήταν ακέραιη- δόθηκαν εντολές, που ακριβώς δηλώνουν το πρόγραμμα, πόσο μετά την πτώση και συντριβή χρειάζεται προγραμματισμός;
Κλέβοντας φιλόσοφα από το χρόνο του εικοσιτετραώρου, που ολόκληρος δαπανάται χωρίς μέτρο για τα ταπεινά στοιχεία της βιολογικής μας σύστασης, τον αφιερώνουμε στο πρόγραμμα για την ψυχή μας και έτσι υποτασσόμαστε κατά τη Γραφή στο πλήρες μας καθήκον και αποδίδουμε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ’ 21). Για τη βιολογική μας συντήρηση φροντίζουμε, γιατί αν αρνηθούμε να το κάνουμε θα πεθάνουμε. Γιατί αδιαφορούμε στις πνευματικές μας υποχρεώσεις, που ο κίνδυνος είναι φοβερός και η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη; Εάν προγραμματίσουμε μικρό μέρος της ημέρας για την ψυχή μας, θα γίνει αφορμή επιτυχίας στον αγώνα μας, που θα είναι η σωτηρία μας, η ένωσή μας με το Θεό και η κληρονομιά των θείων επαγγελιών.
Ο εκούσιος προγραμματισμός μας δεν είναι ασφαλώς θεία νομοθεσία, αλλά μια προσοχή. Υπαγορεύεται από την πείρα ώστε να μην παρασυρόμαστε από το παράλογο, που προκαλεί με τα συστήματά του ο κόσμος που μας περιβάλλει. Όπου εφαρμόζεται πρόγραμμα φανερώνεται η εξάρτησή μας από το Θεό, που είναι πλήρης ομολογία ότι είμαστε πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο η θεία Χάρη παραμένει ενδημούσα μαζί μας και μόνο έτσι, κατά τον Παύλο, «πάντα ισχύομεν εν τω ενδύναμούντι ημάς Χριστώ» (πρβλ. Φιλ. δ’ 13).
Το σπουδαιότερο μέρος του προγράμματος είναι η τακτική προσευχή. Μετά είναι ο χρόνος της αυτοσυγκέντρωσης, που θα ανακαλύψουμε την ποιότητα του εαυτού μας και θα λάβουμε νέες αποφάσεις για να επανορθώσουμε τη ζημιά που έγινε ή να αυξήσουμε την ωφέλεια, εκμεταλλευόμενοι την προηγούμενη πείρα μας.
Ειδικά σε όσους ζουν μέσα στον κόσμο, απαραίτητος όρος πρακτικής χριστιανικής εργασίας είναι η πριν απο τον ύπνο και πριν από την έναρξη της εργασίας προσευχή. Η μελέτη πνευματικών συγγραμμάτων άγιων και δόκιμων συγγραφέων, των οποίων η πείρα είναι αναγνωρισμένη και αποδεδειγμένη με τον επακολουθήσαντα αγιασμό ή έπαινό τους, είναι απαραίτητη. Για τις αμαρτίες μας ο Θεός επέτρεψε σήμερα την απουσία έμπειρων αγίων ανδρών. «Εξαποστελώ λιμόν επί την γήν, ου λιμόν άρτων ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίον» (Αμώς η’ 11). Η μελέτη πνευματικών συγγραμμάτων γίνεται καθήκον, που συμπληρώνει την αγνωσία και απειρία μας, λόγω και του κατακλυσμού των πλανεμένων και σατανικών ιδεών και προκλήσεων, που παρασύρουν όχι μόνο αυτούς που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία αλλά και τους πιστούς. Δίκαια η αποκάλυψη μας πληροφορεί ότι στους δικούς μας έσχατους καιρούς, «ει δυνατόν πλανηθήσονται και οι εκλεκτοί» (πρβλ. Ματθ. κδ’ 22).
Ταπείνωση και Αυτομεμψία
Σωτήριος τρόπος αντίστασης κατά των παθών, τόσο των σαρκικών όσο και των ψυχικών είναι η επίμονη αυτομεμψία, που προκαλεί την αυτογνωσία και την ταπείνωση και κατευνάζει την ορμή των επιθέσεων απ’ όπου και αν προέρχονται. «Εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος» (Ψαλμ. ριδ’ 8), λέγει η Γραφή, γιατί όντως « ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (‘Ιακ. δ’ 6).
Κάθε προσβολή του περιεκτικού παραλόγου, είτε από τους δαίμονες είτε από τα πάθη, προέρχεται από τη δική μας υποχώρηση, στην οποία συνεργεί η φιλαυτία, με αποτέλεσμα την υποδούλωση του αυτεξουσίου μας. Ανατρέπει αμέσως το ταπεινό φρόνημα που ετοίμασε η αυτομεμψία και αυτό πρέπει να είναι γνωστό στους εργάτες της μετάνοιας.
Ισχυρότερο όπλο κατά του διαβόλου από την ταπείνωση δεν υπάρχει. Πολλά από τα είδη και μέσα της πρακτικής ζωής της μετάνοιας ο διάβολος είτε τα μιμείται είτε τα περιφρονεί. Μόνο το ταπεινό φρόνημα και την πράξη τρομάζει και φεύγει. Άλλωστε δεν είναι δύσκολο στον ταπεινό άνθρωπο να σκεφτεί τις ατέλειες και τα λάθη του, που ακριβώς μαρτυρούν την πραγματική του μορφή.
Δεν είναι αμαρτωλότητα μόνο το έγκλημα και η ατιμία, στα οποία ο άνθρωπος αναζητεί την ενοχή του. Αλίμονο! Αυτό είναι κτηνωδία και δαιμονισμός. Στον αληθινό χριστιανό αμαρτία και ενοχή θεωρείται η έλλειψη του αγιασμού γιατί και από την κατασκευή μας έχουμε ως φυσική τη θεοείδεια και από την ανάπλασή μας με τη σάρκωση του Θεού Λόγου ανεβήκαμε ψηλότερα εφ’ όσον «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (‘Ιω. α’ 12). Πως πάλιν μας παρακινεί προστακτικά «άγιοι γίνεσθε ότι ο πατήρ ημών άγιος εστι» (Α’ Πέτρ. 1,15), εάν δεν κληρονομούσαμε απ’ αυτόν αυτήν την ιδιότητα; Ο παρήγορος και πάνω από κάθε αξία και δόξα λόγος του Κυρίου μας -που μόνο η ενθύμησή του συγκλονίζει και την πέτρινη καρδιά- ποια άλλη σημασία έχει, παρά τον πλήρη θεανθρωπισμό μας, όταν εκφράζεται προς το συνάναρχο Πατέρα: «Συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι… ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν» (‘Ιω. ιζ’ 21-22).
Η έλλειψη αυτής της αξίας και η απουσία αυτών των συναισθημάτων είναι η αφορμή κάθε θλίψης και πόνου. Εκείνος που επιθυμεί τη σωτηρία και την ανάστασή του πρέπει να πενθεί και όχι να αναζητεί στο πτώμα της αποσύνθεσης, της κτηνωδίας και του δαιμονισμού την ενοχή του.
Δεν είναι ουτοπία ούτε αφηρημένη θεωρία ή διήγηση οι θείες επαγγελίες. Πραγματοποιήθηκαν ανά τους αίώνες και ακομη παρατείνονται και βραβεύουν τους μαθητές του Χριστού και τους τίμιους εργάτες της μετάνοιας που συνεχώς επισφραγίζουν την πραγματικότητα της πατρικής διαθήκης. Αυτοί, υπήκοοι της εντολής -ως γνήσιοι υιοί- κληρονομούν με τον αγιασμό το χαρακτήρα της θεοείδειας του Πατέρα τους.
Με παράπονο εκφράζεται ο Κύριός μας για την αδράνεια και αδιαφορία μας: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» (Ματθ. ιβ’ 3θ).
Δώσε μας, Πανάγαθε Δέσποτα, το θείο σου φωτισμό και το φόβο σου ώστε πάντοτε μόνο μαζί σου να συνάγουμε, φυλάττουμε και τηρούμε και ποτέ μόνοι μας!
Αφού θέλουμε να ανήκουμε στο Θεό, οφείλουμε αγώνα και προσοχή. Έτσι δεν θα προδώσουμε -με τις αμαρτίες και τα πάθη μας- τη λογική μας θέση και σύσταση, όπως ο Ιούδας αισθητά τον Κύριο και δεν θα τον αρνηθούμε, όπως ο Πέτρος. Άρνηση της λογικής μας φύσης και γνώμης γίνεται όταν -από δειλία ή φόβο- αφήνουμε το καθήκον της αρετής. Κάθε θλίψης και λύπης κατάληξη είναι η χαρά· κάθε κόπου η ανάπαυση και κάθε ατιμίας η τιμή και η δόξα. Και γενικά η κατάληξη και το τέλος όλων των κόπων της αρετής είναι να ενωθούμε με το Θεό και αχώριστα με αυτόν να παραμείνούμε. Ο φιλανθρωπότατος Θεός έγινε άνθρωπος, για να επιστρέψει και ενώσει τη δική μας φύση με τον εαυτό του, αφού η πτώση την είχε διαστρέψει, ώστε και προς τον εαυτό της να επαναστατεί και προς το περιβάλλον να είναι ακατάστατη.
Υπενθυμίζουμε στους φιλόθεους και φιλόπονους, υποκινούμενοι από τους θεόσοφους Πατέρες μας και τούτο: Να μην παραμελούν κάποιο πάθος, που δεν ξερίζωσαν ακόμη γιατί το περιφρονούν ως ασήμαντο. Και τούτο, γιατί ο εχθρός διάβολος -που το φύτεψε- το κρατά ως ενέχυρο και δεν θα αργήσει να επαναφέρει και τα άλλα πάθη, τα οποία με κόπο αποσπάστηκαν. Αυτά εννοεί ο Κύριος λέγοντας «έρχεται ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ’ 30). Η παραμέληση του πάθους η της συνήθειας που επικρατεί είναι κατά κάποιο τρόπο ένα είδος προδοσίας και κρατώντας την ως ενέχυρο ο εχθρός επιτίθεται με αναίδεια. Αλλά και ο αγωνιζόμενος δεν έχει πλήρη παρρησία στην πάλη γιατί «ω τις ήττηται τούτω και δεδούλωται» (Β’ Πέτρ. β’ 19) και ο δούλος στερείται της ελευθερίας που του δίνει την παρρησία στην πάλη και αντίσταση.
Και μια άλλη πάλι μάστιγα και εξαιρετικό εμπόδιο για τους αγωνιζομένους είναι η κακή συνήθεια της πολυλογίας. Αν και κρίνεται πολλές φορές ως αθώα εκδήλωση έχει ολέθρια αποτελέσματα. Χωρίς ο πολύλογος να το αντιληφθεί, πέφτει στην κατάκριση, στο ψέμα, στην ειρωνεία, στη μεγαλαυχία (καύχηση), στους αστεϊσμούς, στη μωρολογία (ανόητα λόγια) και γιατί όχι και στην αισχρολογία που είναι καταρράκωση της προσωπικότητας και ο τέλειος σβησμός του θείου ζήλου και της Χάρης. Δίκαια γράφεται ότι «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. ι’ 19) αλλά και το Κυριακό λόγιο ας θυμόμαστε που εκφράζει την καταδίκη του «αργού λόγου» (Πρβλ. Ματθ. ιβ’ 36).
Πρώτος κανόνας της πνευματικής μας εργασίας και σπουδής οφείλει να είναι η εκρίζωση και κατάργηση των παθών και της κακής συνήθειας. Δεύτερος άθλος η απόκτηση των αρετών και της άριστης έξης, ώστε άκοπα και σχεδόν χωρίς προσπάθεια να εργαζόμαστε το αγαθό παντού, πάντοτε και σε κάθε περίσταση. Έτσι αποδεικνύουμε την ελευθερία και κυριότητα της «εν Χριστώ» προσωπικότητάς μας αφού απ’ αυτόν λάβαμε την θεοαγχιστεία ώστε με εξουσία να εισερχόμαστε στην υιοθεσία με τη Χάρη του.
Συνεχίζεται…