ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (12)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
6 Απριλίου 2009
Προσοχή και επιμονή
Εκείνος που με τη Χάρη του Χριστού αξιώθηκε να κάνει την καλή αυτήν εργασία οφείλει να έχει πολλή προσοχή και επιμονή γιατί ο εχθρός γνωρίζοντας την προκοπή που θα ακολουθήσει, δεν θα διστάσει να προκαλέσει ζημιά «εξ αριστερών». Με προφάσεις αγάπης και οικονομίας παρακινεί να υποχωρήσουμε στο πρόγραμμα και στην προσοχή, που προκαλούν τη θέρμη και το ζήλο και τότε αρχίζει η οπισθοχώρηση, εάν για λίγο επικρατήσει η αμέλεια.
Εάν κατανοούσαμε τα σωτήρια λόγια του Παύλου «ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις» (Β’ Κορ. ιβ’ 1θ) και «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ’ 12), θα καταργείτο η επίμονη αυθάδεια του παράλογου και καταραμένου «γιατί;», που είναι η βάση του δικαιώματος, η σπονδύλική στήλη της αποστασίας και του αναρχισμού, η αιτία της πτώσης και της διαστροφής αυτών που δημιουργήθηκαν «λίαν καλώς» από το δημιούργό.
Η επανόρθωση και αποθεραπεία, που πραγματοποίησε η σάρκωση του Θεού Λόγου βρίσκεται στο ταπεινό φρόνημα, στην απάρνηση του δικού μας θελήματος, στο νόμο της αλληλεγγύης, σύμφωνα με τον οποίο «αλλήλων τα βάρη βαστάζομεν».
Η αιτία της σύνολικής καταστροφής βρίσκεται στη φιλαύτία, που σημαίνει ιδιοτέλεια, αυταρέσκεια και φιληδονία. Η απομόνωση όλων αυτών στηρίζεται στη φιλοπονία, με την αυταπάρνηση που κατορθώνεται από τη Χάρη, με την ευμέθοδο άσκηση.
Μητέρα κάθε παράβασης και προδοσίας είναι η ηδονή και μητέρα κάθε επανόρθωσης και επιτυχίας, με τη βοήθεια της Χάρης, είναι η οδύνη της κόπωσης την οποία προκαλεί η αυταπάρνηση. Αν και είναι απαραίτητη η προσφορά της δικής μας θέλησης με την περιεκτική φιλοπονία, χωρίς τη συνδρομή της θείας Χάρης είναι αδύνατη η επιτυχία σύμφωνα με το λόγο τον Κυρίου ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (‘Ιω. ιε’ 5). Η πατερική εμπειρία -παλαιότερη και νεώτερη- μας πείθει ότι οι αγωνιζόμενοι πρέπει να έχουν πολλή προσοχή από τη δυνατή επίθεση της αμέλειας, που ακούραστα συμπορεύεται με τους αγωνιζομένους.
Στην αρχή η ίδια η Χάρη, που προσβλήθηκε, ραθυμεί να επανέλθει. Επανέρχεται με όχι συνηθισμένους πόνους και δάκρυα αλλά και με πολλούς και επίμονους κόπους. Επιπλέον, η αμέλεια που επικράτησε, γίνεται δυσκαταπολέμητη έχοντας συνεργούς τους δαίμονες. Μεγαλύτερο όμως δεινό, που αποτρέπει τη μετάνοια, είναι το πνεύμα της λύπης που υποστηρίζει την αποθάρρυνση.
Χρησιμώτατοι σύμμαχοι της κοπιαστικής αυτής εργασίας είναι οι σωματικοί κόποι και το ταπεινό φρόνημα, όσο μπορεί κανείς, και τα δάκρυα της προσευχόμενης και θλιμμένης καρδιάς. «ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» (Ψαλμ. κδ’ 18) και «των δακρύων μου μη παρασιωπήσης» (πρβλ. Ψαλμ. λη’ 13) και πάλι « εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων» (Ψαλμ. μα’ 4, ρα’ 1θ).
Οι πατέρες μας συνιστούν -σαν ένα παρά πολύ αποδοτικό τρόπο άσκησης- τη σύζευξη και συνένωση της πρακτικής με τη γνώση, ως των καλύτερων μέσων προκοπής. Η γνώση αναπτερώνει τη νοερά ουσία στη θεωρία των υψηλότερων πνευματικών θεωριών, ενώ η πρακτική νεκρώνει «τα μέλη τα επί της γης» τις παράλογες δηλαδή σωματικές κινήσεις. Όταν αυτές νεκρωθούν βλαστάνουν τα άνθη των αρετών.
Εκείνος που με αυτόν τον τρόπο σταύρωσε τη σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε’ 16) μπορεί μαζί με τον Παύλο να λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 2θ).
«Εκείνος εστιν ο βαστάζων τα στίγματα του Χριστού εν τη θνητή σαρκί αυτού, ο της σαρκός το άνθος μαράνας δι’ ασκήσεως και υποταγής, ο τους λοιδορούντας και υβρίζοντας ανεχόμενος και συγχωρών και το εξ αυτού μετά ανθρώπων ειρηνεύων» (Πατερική ρήση).
Αρετές και κακίες αλληλοεξαρτώνται
Στήν πρακτική άσκηση δεν έχει τόση σημασία ποιά εργασία είναι επωφελέστερη, γιατί όλες οι αγαθοεργίες ή αρετές συνδέονται και εξαρτώνται η μια από την άλλη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε αρετή έχει τη θέση της και πρέπει να ενεργείται όταν έλθει η ώρα της. Με την εργασία της προσευχής συνδέεται η αγάπη. Με την αγάπη συνδέεται η χαρά, με τη χαρά η πραότητα. Πραότητα χωρίς την ταπεινοφροσύνη είναι ανέφικτη. Από αυτή γεννάται η διακονία. Στην ιερώτατη αυτή σειρά έπονται η ελπίδα, η πίστη και η υπακοή στην οποία βρίσκεται η απλότητα που μακαρίζει ο Κύριος. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ιη’ 3).
Και οι κακίες πάλι κατά τον ίδιο τρόπο συνδέονται και εξαρτώνται. Το θυμό ακολουθεί το μίσος, την υπερηφάνεια η κενοδοξία και συνεχίζει ο όλεθρος της πτώσης και του θανάτου. Ακολουθεί η απιστία και η σκληροκαρδία από την οποία γεννάται η αμέλεια και απ’ αυτήν η χαύνωση. Μετά ακολουθεί η άνευ όρων παράδοση εάν δεν υπάρξει με τη Χάρη του Χριστού πνευματικά έμπειρος συμπαραστάτης.
Μνήμη Θεού
Ο Κύριος, όπως επανειλημμένα αναφέραμε, λέγει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (‘Ιω. ιε’ 5). Στη τάξη και σειρά της πνευματικής εργασίας πιστεύω ότι η πρώτη βάση είναι η μνήμη του Θεού. Όσοι θέλουν να στρατευθούν στην ιερή αυτή άθληση προκαλούμε να βάλουν ως καλή αρχή αυτήν την προσπάθεια. «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή άναπνευστέον» και τότε ως «νομίμως αθλούντες» θα έχουν αχώριστα μαζί τους τον «κραταιόν εν πολέμοις Κύριον».
Όταν η μνήμη του Θεού είναι παρούσα με τη συνεχή επίκληση, ο νους δέχεται φωτισμό ώστε να μην πλανάται στις κρίσεις του· ταυτόχρονα όμως ξυπνά και το ζήλο, που σηκώνει το βάρος του κόπου, ώστε η φιλοπονία να γίνεται υποφερτή. Αυτά είναι τα εισαγωγικά. Εάν η μνήμη του Θεού παραταθεί με περισσότερη επιμονή ξυπνά την αίσθηση της αγάπης του Θεού, που είναι το κεφάλαιο της «εν Θεώ» προκοπής.
Αν και κάθε φιλόπονη εργασία που γίνεται για την κατόρθωση της αρετής είναι επωφελής, δεν είναι ανώτερη της μνήμης του Θεού. Περιστρεφόμενο το πανάγιο όνομα του Κυρίου, με την επίκληση, κάνει αισθητή την παρουσία του ίδιου του σωτήρα, το όνομα του οποίου δεν είναι μια απλή λέξη αλλά μια ζωντανή ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος που οι Πατέρες μας διδάσκουν «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Το ίδιο νόημα έχει και η παρακίνηση του Παύλου σε αδιάλειπτη προσευχή. Σ αυτόν που προσκαρτερεί στην προσευχή «ποιήσει ο Θεός την εκδίκησιν εν τάχει» αφού ημέρα και νύκτα παρακαλεί. Το «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. κστ’ 41) και «μη εκκακείν εν ταις προσευχαίς» (πρβλ. Λουκ. ιη’ 41) χαρακτηρίζουν την επιμονή που απαιτείται. Με την επιμονή αυτή κάθε μεθοδεία και σατανικότητα του εχθρού ανατρέπεται, αλλά θεραπεύονται και της φύσης οι αστάθειες και ανωμαλίες.
Η θεόσδοτη πατερική διδασκαλία, αλλά και η φυσική συνέπεια, μας πείθει ότι απαραίτητος νόμος και όρος επιτυχίας σε κάθε προσπάθειά μας, είναι να αποθέτουμε στο Θεό τόσο την αρχή όσο και το τέλος του επιδιωκόμενου σκοπού και σ’ αυτόν να αποβλέπουμε. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλ. ρι’ 1θ).
Η θεοειδής κατασκευή μας
Ένας τρόπος για να βρούμε το σκοπό της ζωής μας κοντά στο Θεό, είναι η μνήμη της θεοειδούς μας κατασκευής, ως «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν» με το δεσπότη και Θεό μας. Αρα επιβάλλεται να γίνουμε όμοιοι και να αφομοιωθούμε με το πρωτότυπο.
Δεύτερος τρόπος είναι η ενθύμηση ότι η προσωπικότητά μας υπέστη συντριβή και έχουμε διάνοια « εγκειμένην επι τα πονηρά εκ νεότητός μας».
Τρίτος και επωφελέστατος τρόπος είναι ο ανακαινισμός μας, που έγινε με την παρουσία και το φωτεινό παράδειγμα του ανακαινιστή της φύσης μας.
Εάν οι τρεις αυτοί τρόποι συνεχώς περιστρέφονται στη διάνοια και πρόθεσή μας, ασφαλώς η απόφαση και η δράση μας θα είναι επιτυχημένες και η μερίδα του κλήρου μας θα είναι με τους σεσωσμένους, με τη Χάρη τον Χριστού.
Συνεχίζεται…