Η Θεοτόκος και το μυστήριο της Ενσάρκου Οικονομίας στην ερμηνεία των Νηπτικών Πατέρων (1)
5 Απριλίου 2009
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΜΑΝ
Θα μου επιτρέψετε μια πιο προσωπική, πιο ανθρώπινη προσέγγιση του θέματος, παρ’ όλο που βρισκόμαστε σ’ ένα αυστηρά επιστημονικό συνέδριο. Έχω ιδιαίτερους λόγους να το κάνω. Ο σημαντικότερος απ’ αυτούς είναι η ίδια η επαφή με τους νηπτικούς πατέρες, με τα συγγράμματά τους, που μου υπαγόρευσε κατά κάποιο τρόπο αυτό το προσωπικό τόνο στην διαπραγμάτευση του θέματος.
Γι’ αυτό ακριβώς, πριν περάσω στην διαπραγμάτευση του θέματος, θα ήθελα να εκφράσω την βαθειά συγκίνηση την οποία αισθάνομαι βρισκόμενος για πρώτη φορά στους Αγίους Τόπους, στα Θεοβάδιστα αυτά μέρη, όπου βάδισαν όχι μόνο τα ουράνια βήματα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα άχραντα βήματα της Παναγίας και των άλλων προσωπικοτήτων της Ιεράς Βιβλικής Ιστορίας, αλλά ακόμη εκείνα του Ιδίου του Θεανθρώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Δοξάζω τον Πανάγαθο Θεό για το μεγάλο αυτό δώρο και ευχαριστώ θερμότατα τους οργανωτές του παρόντος πανορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου.
Ο λόγος που με οδήγησε στην επιλογή αυτού του θέματος υπήρξε η επιθυμία μου να εκφράσω, με την ευκαιρία του πρώτου προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη μου, της οικογενείας μου και των πιστών της ενορίας μου προς την Μητέρα του Θεού, προς την Δέσποινα του κόσμου για τις πλούσιες ευλογίες και ευεργεσίες Της προς εμάς. Και είχα την διαίσθηση ότι καταλληλώτερα και εκφραστικώτερα λόγια απ’ αυτό το σκοπό δεν θα έβρισκα άλλα απ’ εκείνα των νηπτικών πατέρων.
Και πράγματι, αυτά που βρήκα για την Θεοτόκο και την Μητέρα του Θεού στους νηπτικούς φιλοκαλικούς πατέρες ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μου.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλω μια διευκρίνιση. Με τον όρο νηπτικοί ή φιλοκαλικοί πατέρες, εννοώ όχι μόνο εκείνους τους Πατέρες των οποίων τα συγγράμματα αποτελούν την γνωστή Φιλοκαλία, αλλά όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας που εντάσσονται στη συνεχή αγιοπνευματική θεολογική παράδοση, η οποία αρχίζει με την πρώτη Εκκλησία, με τα ίδια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα ήταν ίσως καλύτερα να μιλήσουμε για μια νηπτική ή φιλοκαλική θεολογία, εννοώντας εκείνη την θεολογία η οποία πηγάζει από την βίωση της Θείας Χάριτος και προσπαθεί να εκφράσει την εμπειρία της μέθεξης στον κόσμο του Θεού, στη Βασιλεία των ουρανών.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η πρώτη συλλογή φιλοκαλικών κειμένων διευρύνθηκε κατά καιρούς. Θα αναφέρω μόνο το γεγονός ότι η ρουμανική έκδοση της Φιλοκαλίας -η οποία οφείλεται στον μακαριστό μεγάλο φιλοκαλικό θεολόγο π. Δημήτριο Στανιλοάε– έχει δώδεκα τόμους. Ενώ, προσωπικά, πιστεύω ότι, κείμενα συγχρόνων νηπτικών πατέρων μπορούν να εισαχθούν χωρίς καμία επιφύλαξη στην καθιερωμένη μεν, αλλά όχι κλειστή, σειρά των φιλοκαλικών κειμένων. Αναφέρω ενδεικτικά τα βιβλία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, καλούμενον Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας και του ανωνύμου ησυχαστού, Νηπτική Θεωρία, το οποίο είχα την ευλογία να μεταφράσω στην ρουμανική γλώσσα.
Επανέρχομαι και σημειώνω το πραγματικά ξεχωριστό ενδιαφέρον που δείχνουν οι νηπτικοί πατέρες στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεού και στο ρόλο Της στο μυστήριο της ενσάρκου θείας οικονομίας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνει κανείς μία ιδιαίτερη οικειότητα αυτών των αγίων Πατέρων προς το πρόσωπο της Παναγίας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι στην ορθόδοξη ανατολική θεολογική παράδοση δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο πρόσωπο και το έργο του ίδιου προσώπου. Αυτό εξηγεί γιατί, η θεώρηση και η εκτίμηση του έργου του Χριστού, της Παναγίας ή των αγίων της Εκκλησίας, οδηγούν τον ερευνητή σε ένα έντονο ενδιαφέρον για το πρόσωπο εκείνων και τελικά στην επιθυμία μιας προσωπικής αγαπητικής σχέσης μ’ αυτούς. Η προσοχή των φιλοκαλικών πατέρων επικεντρώνεται, πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας, γι’ αυτό κάθε αναφορά σ’ Αυτήν προϋποθέτει μια προσωπική σχέση και μια προσωπική τοποθέτηση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μοναχοί της αθωνικής πολιτείας αισθάνονται εκεί σαν το Περιβόλι της Παναγίας και ότι όλοι οι ορθόδοξοι μοναχοί έχουν την Θεοτόκο ως Προστάτισσα.
Την ίδια ευλάβεια και οικειότητα προς το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού συναντάμε στην ζωή των απλών πιστών μας. Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ρουμάνους πνευματικούς, ο π. Παΐσιος Ολάρου, έλεγε ότι ο πατέρας του, απλός αγρότης, ήξερε απ’ έξω τον παρακλητικό κανόνα προς την Θεοτόκο και τον έλεγε καθημερινά, ενώ ο ίδιος ο πατήρ Παΐσιος συμβούλευε όλους τους πιστούς να ζουν κάθε μέρα με την συνείδηση ότι βρίσκονται στην αγκαλιά της Παναγίας. Αυτή η ιδιαίτερη ευλάβεια των πιστών προς την Παναγία είναι μία φυσιολογική συνέπεια, και συνέχεια ταυτόχρονα, της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, όπου η Θεοτόκος κατέχει μια κεντρική θέση, αλλά είναι και μια βέβαιη απήχηση της φιλοκαλικής νηπτικής θεολογίας και πνευματικότητας1.
Οι φιλοκαλικοί πατέρες αναπτύσσουν μία πλουσιότατη μαριολογία ή, μάλλον σωστότερα, μία πλουσιότατη θεοτοκολογία2 παρ’ όλο που όπως είναι γνωστό και λέχθηκε κιόλας εδώ, οι βιβλικές αναφορές στην Παναγία είναι λίγες. Θα περιορισθούμε σε μερικές μόνο πτυχές του θέματος, για να κλείσουμε με σύντομα συμπεράσματα.
Καταρχήν, μπροστά στο μυστήριο του Προσώπου της Μητέρας του Θεού, οι πατέρες ομολογούν την αδυναμία τους να εκφράζουν αυτά που αισθάνονται και βιώνουν και δεν βρίσκουν άλλη κατάλληλη γλώσσα παρά την υμνολογική, την δοξολογική.
Γράφει ενδεικτικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος και ανακεφαλαιώνει, συνοψίζει και αυξάνει την μέχρι αυτόν αντίστοιχη νηπτική παράδοση:
Εις την υπόθεσιν της ανωτέρας πάντων των αγίων Μητρός του Θεού… όχι μόνο ένας ρήτωρ, ο πλέον διαλεκτός από όλους, δεν ήθελε φθάσει να εγκωμιάση κατ’ αξίαν, αλλά αν ήταν δυνατόν να ευρεθούν και να γενούν ένα στόμα όλοι όσοι εσώθησαν με τον άφθορον τόκον της, πάλι δεν ήθελε φθάσουν ουδέ εις το ελάχιστον. Διότι, ανίσως και όλη η κτίσις δεν είναι ικανή να προσφέρη εις Αυτήν καν σήμερον δοξολογίαν, ωσάν έγινε μήτηρ του Κτίστου των απάντων, πώς ήθελε είναι ικανή η δύναμις μόνων των ανθρώπων, καν και ολονών είπης, να δοξολογήση τα μεγαλεία της; Και δεν ήθελε φανή ωσάν μικροτάτη ρανίδα έμπροσθεν εις μίαν άβυσσον δόξης; Ποίος νους ήθελε δυνηθή, δεν λέγω να χωρήση μέσα εις το βάθος αλλ’ ουδέ όλως να παρακύψη, καν εις τα προαύλια της θείας ταύτης σκηνής, δηλαδή της Παρθένου, εις την οποίαν εκατοίκησεν ο υπεράνω πάντων των όντων Θεός. ο των ουρανών Βασιλεύς3…
Αλλού, ο ίδιος Πατήρ λέγει, θαυμάζοντας το έργο που τελείται από τον Ίδιο τον Θεό μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας:
Αλλ’ ω Θεομήτωρ Παρθένε, και ποίος λόγος δύναται να επαινέση το θείον σου κάλλος; Επειδή τα ειδικά σου χαρίσματα δεν περιορίζονται από λόγους και νοήματα, διότι υπερβαίνουν κάθε λόγον και διάνοιαν… Έτσι εσκήνωσε σ’ αυτήν απορρήτως και από αυτήν προήλθε σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού, θεουργώντας την φύση μας και χαρίζοντάς μας κατά τον θείον απόστολο αγαθά «στα οποία επιθυμούν να παρακυττάζουν άγγελοι». Κι αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπέρδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, ενώπιον της οποίας ηττάται κάθε νους και λόγος, ακόμη και αγγελικός αν είναι. Τα δε μετά την απόρρητη γέννηση ποίος λόγος θα μπορέσει να εκφράσει4;
Συνεχίζεται…