Ιστορία και εθνοκάθαρση. Παρατηρήσεις σε μια προκλητική δήλωση..
31 Μαρτίου 2009
Σάλος έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και στους όπου γης Έλληνες από τις δηλώσεις του καθηγητή της παντείου κ. Αλέξη Ηρακλείδη σύμφωνα με τις οποίες το 1919 οι έλληνες κάνανε εθνοκάθαρση εναντίον των Τούρκων. Το Greek American News Agency εξασφάλισε ολόκληρη την δήλωση απάντηση (μέρος της οποίας δημοσίευσε η εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στο φύλλο της 29ης Μαρτίου 09) του πρώην Πρύτανη του Παντείου κ. Γιώργου Κοντογιώργη. Ακολουθεί ολόκληρη η απάντηση
Η ΕΠΙΜΑΧΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ
«Υπάρχουν γεγονότα τα οποία εάν τα διάβαζε ένα παιδί ή και ένας μεγαλύτερος θα αισθανόταν ντροπή που είναι Έλληνας και αντίστοιχα γεγονότα των Τούρκων που δεν τους τα έχουν πει και θα αισθάνονταν ντροπή που είναι Τούρκοι.
Όμως, η επίθεση το 1919 έγινε από τους Έλληνες. Έκαναν μεγάλα έκτροπα, σκότωναν παιδιά, γυναίκες, βίαζαν. Καίγανε το ένα χωριό και την μια κωμόπολη μετά την άλλη. Ουσιαστικά έγινε εθνοκάθαρση, περίπου ότι έκαναν οι Σέρβοι στην Βοσνία.
Ακόμα και στα στρατιωτικά αρχεία και σε ιστορικά απομνημονεύματα λέγονται αυτά. Έχει βγει ένα καταπληκτικό βιβλίο του Πέτρου Κωστόπουλου ο οποίος λέει για τον πόλεμο και τη εθνοκάθαρση στο κομμάτι που αφορά την Μικρασιατική περίοδο το οποίο το ονομάζει κατάδυση στην κόλαση. Το βασίσε σε ότι λέγανε οι φαντάροι οι οποίοι αναγκάστηκαν να κάνουν εγκλήματα.
Οι Έλληνες ήταν οι επιτιθέμενοι. Φωτιά και μπούρμπερη έως την Αγκυρα. Σκοτώνουν σφάζουν, η απόλυτη φρίκη, η απόλυτη ντροπή. Ντρέπεσαι που είσαι έλληνας» (του Αλέξη Ηρακλείδη).
ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι θέσεις αυτές έχουν να κάμουν με τη συγκυρία που προκάλεσε το αίτημα της αναθεώρησης της ιστορίας. Το αίτημα αυτό εμφανίσθηκε πριν από λίγα χρόνια, όταν η Υπερδύναμη αποφάσισε να επικαλεσθεί το επιχείρημα της “δημοκρατίας” και των “δικαιωμάτων” ως όπλο για τη νομιμοποίηση της ηγεμονίας της στον κόσμο. Το «έθνος», στο πλαίσιο αυτό, εκτιμήθηκε ότι ήταν δυνατόν να εγείρει εμπόδια στο εγχείρημά της. Είναι προφανές ότι οι αξίες αυτές, για την Υπερδύναμη, αποτελούν μέσον, όχι αυτοσκοπό. Εάν επομένως πρόθεσή μας είναι να μην λειτουργήσουμε ως αντικειμενικοί απολογητές του ηγεμόνα, αλλά ως θεράποντες των ανθρωπιστικών αξιών, θα πρέπει να σταθούμε απέναντι στην προσέγγιση της πολιτικής ως δύναμης την οποία στις διακρατικές σχέσεις διακινούν καταφανώς οι ισχυροί. Δεν είδα όμως κανέναν από τους ηρακλείς αυτούς των αξιών του ανθρώπου να ορθώνεται κατά της επιλογής αυτής της Υπερδύναμης.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στην ίδια την έννοια της εθνοκάθαρσης. Ο ακαδημαϊκός δάσκαλος, και όταν ακόμη ομιλεί ως πολίτης, οφείλει να έχει κατά νουν ότι οι έννοιες είναι ακριβείς. Δεν έχουν δηλαδή το περιεχόμενο που υπαγορεύει το πάθος, ο φανατισμός ή η συγκυρία. Διότι διδάσκει και, το χειρότερο, εκτίθεται. Η έννοια της εθνοκάθαρσης είναι καταχωρημένη στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν είναι άγνωστη. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι όλα όσα επικαλείται ο καλός συνάδελφος είναι αληθή, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν συγκροτούν την έννοια της εθνοκάθαρσης. Καταγράφονται στις συνθήκες του πολέμου της εποχής. Τουλάχιστον μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μην πω μέχρι σήμερα, οι παράπλευρες απώλειες του πολέμου είναι σαφώς μεγαλύτερες από εκείνες του πεδίου της μάχης. Μήπως πρέπει να υπενθυμίσω τις τρομακτικές απώλειες αμάχων στο Ιράκ που συσσωρεύθηκαν μέχρι σήμερα ή πρόσφατα στην Παλαιστίνη;
Οπωσδήποτε, είναι τουλάχιστον ανήθικο να προβάλλονται τα επακόλουθα του πολέμου θύματα της μιας πλευράς ως αντιστάθμισμα της γενοκτονίας που επιχείρησε συστηματικά η άλλη. Διότι εντέλει η σκληρότητα του πολέμου συναρτάται με τα αίτια που τον προκαλεί. Ο πόλεμος της Μικρασίας, ακόμη και αν προς στιγμήν αγνοήσουμε τις επιβαρύνσεις της κατάκτησης, δεν είναι άσχετος με τη στρατηγική για την εθνοκάθαρση που έθεσαν σε εφαρμογή οι Τούρκοι στο γύρισμα του 20ου αιώνα και η οποία απέβλεπε στην εξόντωση του έθνους των Αρμενίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Τρίτη παρατήρηση: ο πόλεμος της Μικράς Ασίας, όπως κάθε πόλεμος, δεν αποτιμάται από τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από το διακύβευμά του. Το διακύβευμα, είτε μας αρέσει είτε όχι, ήταν η εθνική ολοκλήρωση. Η μικρασιατική εκστρατεία αποτελεί την τελευταία πράξη του εγχειρήματος για τη μερική ανατροπή του αποτελέσματος της κατάκτησης που ολοκληρώθηκε το 1453. Αυτό που έγινε στη Μικρά Ασία αποτελεί συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Και τότε οι Έλληνες ήσαν οι «επιτιθέμενοι», όπως και πολλές φορές αργότερα (π.χ. στους βαλκανικούς πολέμους), αφού αυτοί ήσαν εκείνοι που ως υπόδουλοι επεδίωκαν την ελευθερία τους. Αν αρνούμαστε στους Έλληνες της Μικράς Ασίας το νόμιμο δικαίωμα της ελευθερίας γιατί να το δεχθούμε για τους Έλληνες της Πελοποννήσου και της Στερεάς το 1821; Και γιατί άραγε, αφού “μας κόφτουν” οι ελευθερίες και τα δικαιώματα δεν αντιστρέφουμε το ερώτημα, καταλογίζοντας στους Τούρκους την άρνησή τους να αποδώσουν την ελευθερία στους Έλληνες; Θα είχε γίνει η Επανάσταση του ’21 ή ο μικρασιατικός πόλεμος -και οι φρικαλεότητές του- αν οι Τούρκοι δεν επέμεναν να συμπεριφέρονται ως κατακτητές; Φυσικά είναι ανόητο να προσποιούμαστε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον “επιτιθέμενο” με πρόσημο το διακύβευμα της εθνικής ελευθερίας ή, ακόμη, ανάμεσα στο σκοπούμενο, την απελευθέρωση των Ελλήνων στις προαιώνιες εστίες τους, και στην, ανόητη έως εγκληματική κατά τα άλλα, στρατηγική της προέλασης προς την Άγκυρα.
Η τελευταία επισήμανση συνδέεται με το προσχηματικό μέρος της αντίδρασης. Οι θιασώτες της άποψης αυτής διατείνονται ότι έτσι επιτίθενται στον ελληνικό εθνικισμό. Στην πραγματικότητα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μεταβάλλονται οι ίδιοι σε “βαποράκια” του εθνικισμού του “άλλου” -εν προκειμένω του τουρκικού- τον οποίο εξαγνίζουν στις χειρότερες πτυχές του, καθώς και σε όχημα για τη νομιμοποίηση του εγχειρήματος του Ηγεμόνα να θέσει στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής του ισχύος τα δικαιώματα του ανθρώπου. Δεν αντιλαμβάνονται, μάλιστα, ότι οι μνήμες στα εκατομμύρια θύματα της μικρασιατικής εθνοκάθαρσης είναι νωπές. Και όταν πληγώνει κανείς τη μνήμη του θύματος είναι σαν να οπλίζει το χέρι του με θυμό.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση στους κύκλους αυτούς, ωστόσο, είναι ότι επιλέγουν σταθερά τους αφορισμούς και την αυθεντία της νομιζόμενης ορθοφροσύνης, ουδέποτε όμως τον διάλογο με τους αντιφρονούντες. Δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι έτσι συμπεριφέρονται ως κοινοί “ταλιμπανιστές” του φονταμενταλισμού της νεοτερικότητας, αντί ως εκ της θέσεώς τους να διδάσκουν την ελευθερία.