Άγγελοι Κυρίου – Μέρος 2ο . Ο Κόσμος των Αγγέλων.
23 Φεβρουαρίου 2009
Συνέχεια από 1ο μέρος
Άγγελος (Π. Διαθήκη). Τα βιβλία της Π. Διαθήκης αναφέρουν επουράνια όντα, ζώντα εις το περιβάλλον του Θεού, αποτελούντα τρόπον τινά την Αυλή του και εκτελούντα τα προστάγματα του παρά τοις ανθρώποις.
Α. Ο ν ό μ α τ α τ ω ν α γ γ έ λ ω ν (που αναφέρονται στα κείμενα). Τα όντα αυτά σημαίνονται δια πολλά και διάφορα ονόματα. Είναι, κατά το εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο:
1) “Υιοί του Θεού”, μπενέ ελωχίμ (Γέν. στ´ 14, Ιώβ α´ 6, β´ 1, λη´ 7) ή μπενέ ελίμ, άλλως όντα ανήκοντα εις τον θείον κόσμον, διότι η λέξις “υιοί” εδώ, όπως και εις άλλα σημεία της Βίβλου (Νεεμ. γ´ 88, Ψαλμ. οα´ [οβ´] 4 κ.λπ.), χρησιμοποιείται όχι υπό την κυριολεκτική έννοια, αλλά για να εκφράσει το ανήκον εις μίαν συγκεκριμένη τάξη ή χορεία. Οι Ο´ μετέφρασαν κατά γράμμα αυτήν την έκφραση εις την περίπτωσιν του Γέν. στ´ 1-4.
2) Η αυτή ιδέα του ανήκοντος εις την υπερφυσική τάξιν εκφράζεται και δια των λοιπών κάτωθι ονομάτων: “Άγιοι” εις Ψαλ. πη´ [πθ´] 6, 8, Ιώβ ιε´ 15, Ζαχ. ιδ´ 5, Δαν. δ´ 14. “Υιοί του υψίστου” εις Ψαλμ. πα´ [πβ´]. “Ισχυροί” (αββιρίμ) εις Ψαλμ. οζ´ (οη´) 25. “Υπέρτατοι” (ρανίμ) εις Ιώβ κα´ 22.
3) Μια άλλη κατηγορία ονομάτων αφορά την δραστηριότητα των επουρανίων τούτων όντων: “Δυνατοί ισχύϊ (γιββορίμ), Ψαλμ. ρβ´ [ργ´] 20, Ιωήλ δ´ 11. “Αγρυπνώντες”, εις Δαν. δ´ 10,20 και, τέλος, μαλ’ άκ, όπερ, κατά γράμμα, σημαίνει “αγγελιαφόρος” και χρησιμοποιείται ενίοτε και δι’ αγγελιαφόρους ανθρώπους (Γεν. λβ´ 4, Αριθ. κ´ 14 κ.λπ.), αλλ’ ως σημαίνον την συνηθεστέρα δραστηριότητα των υπηρετών τούτων του Θεού, κατέστη το πλέον εν χρήσει όνομα τους. Οι Ο´ το απέδωσαν ακριβολόγως δια του “άγγελος”, το οποίον έγινε εις την λατινική Βίβλο angelus και επεραιώθη εκείθεν υπό την μορφή αυτήν εις όλας τας νέας γλώσσας.
4) Δια να σημάνουν το σύνολον των αγγέλων, τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα μιλούν περί της “στρατιάς του Γιαχβέ” (Ιησ. Ν. στ´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19, Β´ Παραλ. ιη´ 18, Ψαλμ. ρμη´ 2) της “εκκλησίας του Θεού” (Ψαλμ. πα´ [πβ´] 1) ή περί της “εκκλησίας των αγίων” (Ψαλμ. πη´ [πθ´] 6,8).
5) Τέλος, ορισμένα ονόματα αφορούν εις ιδιαιτέρας κατηγορίας των όντων τούτων: τα “χερουβίμ” (Γέν. γ´ 24) και τα “σεραφείμ” (Ησ. στ´ 2,6).
Β´. Φύσις και προέλευσης των αγγέλων.
Η κτιστή φύσις των αγγέλων: Η Π. Διαθήκη δεν ασχολείται με το ζήτημα της προελεύσεως και της φύσεως των αγγέλων. Δεν ομιλεί, ειμή δια το έργον των. Αλλά, παρουσιάζουσα αυτούς ως αγγελιαφόρους του Θεού ή περιγράφουσα τούτους ως σχηματίζοντας την Αυλήν και την στρατιά του, επαναλαμβάνουσα ότι τον υμνούν (Ψαλμ. κη´ [κθ´] 1,2, ρβ´ [ργ´] 20-21, ρμη´ 1-2, Ιώβ λη´ 7), υπογραμμίζει την πλήρη εξάρτησαν και υποτέλεια των έναντι του Θεού. Παρά το ότι ανήκουν εις τον θείον κόσμο (όπερ δεικνύουν τα ονόματα των ως υιών του Θεού, υιών του Υψίστου, αγίων), είναι απείρως κατώτεροι του Θεού, ο οποίος και εις αυτούς ευρίσκει σφάλματα (Ιώβ δ´ 18, ιε´ 15, Σοφ. Σειρ. μβ´ 17) να διασαφηνίζει, ότι ο Θεός δίδει εις τα στρατεύματα του την δύναμιν, επιτρέπων εις αυτά να υπάρχουν ενώπιων του. Εξ όλων τούτων των μαρτυριών προκύπτει, ότι, κατά την Π. Διαθήκη, οι άγγελοι είναι κτίσματα του Θεού, παρ’ όλον ότι ουδέν χωρίον βεβαιώνει τούτο ρητώς, ούτε διευκρινίζει πότε ούτοι εκτίσθησαν. Επί του τελευταίου σημείου του Ιώβ λη´ 7 λέγει απλώς, ότι οι άγγελοι υπήρχαν προ της Γης.
Η σχέσις των αγγέλων προς τα άστρα: Το ανωτέρω χωρίον, ως και τό Ψαλμ. ρμη´ 1-5 (πρβλ. Ιησ. Ν. ε´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19), πιθανότατα δε και τα Ησ. κδ´ 21, μ´ 26, με´ 12,21, Ιερεμ. λγ´ 22, Νεεμ. θ´ 6, Ψαλμ. λβ´ [λγ´] 22 φαίνεται να συνδέουν τούς αγγέλους προς τα άστρα. Τούτο αποτελεί ένδειξη, ότι κατ’ αρχάς οι Εβραίοι δεν διέστελλον σαφώς τούς αγγέλους, από τα άστρα. Ή, απεναντίας, είναι μία απόδειξις, ότι οι μονοθεϊστές Εβραίοι έθεσαν αποφασιστικώς εις την τάξιν των κτισμάτων ή των υπηρετών του Θεού τα παρά των Βαβυλωνίων και λοιπών λαών της αρχαίας Ανατολής λατρευόμενα ως θεότητας άστρα; Τό ζήτημα συζητείται ακόμη υπό των συγχρόνων ειδικών ερευνητών (βλ. W. Eichrodt, Theologie des A. T., Leipzig 1933-35, ΙΙ, σ. 104).
Η πνευματικότης των αγγέλων: Η Π. Διαθήκη θεωρεί τούς αγγέλους ως πνευματικά όντα, παρ’ όλον ότι εις τας πλείστας των περιπτώσεων εμφανίζονται ούτοι ως άνθρωποι (Γέν. ιη´ 19, Κριτ. ι´ 11, Ιησ. Ν. ε´ 13, Ιεζ. θ´ 3, Δαν. β´ 21, ι´ 5, Τωβ. ε´ 5 κ. εξ.). Δεν είναι ποτέ πτερωτοί, εκτός της περιπτώσεως των χερουβίμ και των σεραφείμ, αλλά κινούνται ταχέως εις τον αέρα (Δαν. θ´ 21, ιδ´ 35,38). Ενίοτε η όψις των είναι φοβερά (Κριτ. ιγ´ 6, Δαν. η´ 17, ι´ 7). Το πρόσωπον των είναι φωτεινό, τα δε ενδύματα των εκθαμβωτικά (Δαν. ι´ 5,6, Β´ Μακ. γ´ 25,26). Εις τας αρχαίας διηγήσεις οι άγγελοι ενίοτε μετέχουν εις τα γεύματα των ανθρώπων (Γέν. ιη´ 19. Πρβλ. Ψαλμ. οζ´ [οη´] 25). Αλλ’ ήδη το Κριτ. ιγ´ 15-16 διευκρινίζει, ότι οι άγγελοι δεν τρώγουν και το Τωβ. ιβ´ 19 υπογραμμίζει, ότι φαινομενικώς μοιράζονται με τούς ανθρώπους τας γήινας τροφάς και ότι, εις την πραγματικότητα, τρέφονται με αόρατη τροφή. Παρ’ όλον ότι ορισμένα εδάφια, εξαρτώμενα εκ του μεταγενεστέρου ιουδαϊσμού και ερμηνεύοντα το Γέν. στ´ 1-4, παραδέχονται ότι πρόκειται εκεί περί συζεύξεων των υιών του Θεού, δηλαδή αγγέλων με θνητές γυναίκες (βλ. εν προκειμένω C. Robert, Les fils de Dieu et les filles des hommes, εν Revue Biblique 1895, σ. 340-374 και 525-552. H. Junker, Die Biblische Uhrgeschichte, Bonn 1932. Του αυτου, Zur Erklärung von Gen. 6, 1-4, εν Biblica 1935, σ. 205-212. P. Joüon, Les unions entre les fils de Dieu et les filles des hommes, εν Revue des Sciences Religieuses 1939, σ. 108-112. G. E. Closen, Die Sünde der Söhne Gottes, Ein Beitrag der Theologie Genesis, Rome 1937. G. Philips, De spiritualitate Angelorum et matrimonio Filiorum Dei, εν Revue Ecclésiastique de Liège 31 [1940], σ. 290-300), τα αυτά, εν τούτοις, κείμενα δέν θέτουν εν αμφιβόλω τήν παραδοσιακήν αντίληψιν περί της πνευματικής φύσεως των αγγέλων (βλ. λ.χ. Ενώχ ιε´ 6,7. Πρβλ. Μαρκ. ιβ´ 25, Ματθ. κβ´ 30).
Το ζήτημα της πτώσεως των αγγέλων: Παρά το ότι η Π. Διαθήκη γνωρίζει την ύπαρξη δαιμόνων και παρουσιάζει τον Σατανά (Ιώβ α´ 6-12, β´ 1-7, Ζαχ. 1-7 ), ως τον αντιστρατευμένο εις το θείον σχέδιο και προσπαθούντα να καταστρέψει τας σχέσεις Θεού και ανθρώπων, οι ιεροί συγγραφείς δεν έθεσαν εις εαυτούς το πρόβλημα της προελεύσεως των πνευμάτων του κακού και δεν εσκέφθησαν να αναζητήσουν την εξήγηση αυτής εις γεγονότα αναφερόμενα εις τόν κόσμον των αγγέλων. Είναι αληθές, ότι εις τήν χριστιανικήν γραμματείαν ερμηνεύεται ενίοτε τό Ησ. ιδ´ 12 ως υπαινιγμός εις την πτώση του πρώτου αγγέλου, ο οποιος ηθέλησε να εξισωθεί με τον Θεό, και ότι η μεταφρασις “Lucifer” της Βουλγατας, η αντιστοιχούσα εις τας λέξεις “λαμπρόν άστρον, υιός της αυγης”, κατέστη ένα από τα ονόματα, τα οποία αποδίδονται εις τον άρχοντα των δαιμονίων (Eωσφόρος, κατα τούς Ο´). Οφείλουμε, εν τούτοις, να αναγνωρίσουμε ότι το γράμμα του Ησ. ιδ´ 12 δεν ομιλεί, ειμή δια την πτώση του βασιλέως της Βαβυλώνας, ως συμβαίνει και με το Ιεζ. κη´ 16-17, το οποίον επίσης εξελήφθη ενίοτε κατά παρόμοιο τρόπον, ενώ δεν αναφέρεται ειμή εις την πτώση του βασιλέως της Τύρου. Ούτω, πρέπει να αναμείνῃ τις τα ιουδαϊκα απόκρυφα, δια να ίδη εμφανιζομένην τήν ιδέαν, καθ’ ἥν οι δαίμονες είναι πεπτωκότες άγγελοι, μέ συχνόν υπαινιγμόν εις τό Γέν. στ´ 1-4, ως ένδειξιν πιθανήν της αιτίας της πτώσεώς των. Ὅπως και να έχη τό πράγμα, μόνον μέ τήν Κ. Διαθήκην η δαιμονολογία τίθεται εις πλήρη σχέσιν πρός τήν αγγελολογίαν, η δέ τελευταία διασαφηνίζεται εις πολλα σημεια, τα οποια παρέμειναν σκοτεινα υπό τόν αρχαιον Νόμον.
Γ´. Ιδιαίτεραι κατηγορίαι των αγγέλων.
Σχετικας πρός τούς αγγέλους κακοδοξίας η Καινή Διαθήκη αναφέρει τήν των Σαδδουκαιων, οίτινες ηρνούντο τήν ύπαρξιν αυτων και γενικως των πνευματων (Πραξ. κγ´ 8), ως και τήν χαρακτηριζομένην ως “θρησκείαν των αγγέλων”, ήτοι τήν ιουδαιογνωστικης προελεύσεως λατρευτικήν προσκύνησιν αυτων (Κολασ. Β´ 18).
Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Οι άγγελοι έχουν ταξινομηθεί από πολλούς σε τάξεις και ομάδες. Πολλά ονόματα και άλλοι τόσοι τρόποι κατάταξης έχουν δοθεί σε αυτές τις ομάδες, αλλά τελικά οι περισσότεροι θεολόγοι και μεταφυσικοί συμφωνούν στο διαχωρισμό που παραδίδεται πρωτίστως από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη στην «Ουράνια Ιεραρχία» και εν συνεχεία σχολιάζεται από τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη στο έργο του «Summa Theologica». Ο εν λόγω διαχωρισμός συνίσταται συνολικά σε 3 διακοσμήσεις και 9 τάγματα. Παραδίδεται ένα είδος σχεδιαγράματος με 3 ομόκεντρους κύκλους, όπου σαν κέντρο λαμβάνεται ο Θεός. Κάθε κύκλος αντιπροσωπεύει μια κατηγορία αγγέλων και όσο πιο κοντά βρίσκεται στο κέντρο, τόσο πιο κοντά βρίσκονται στο Θεό οι άγγελοι που ανήκουν σ’ αυτόν, απομακρυνόμενοι από το λειτουργικό επίπεδο του ανθρώπινου κόσμου. Συνοπτικά:
Στον πρώτο κύκλο ανήκουν οι άγγελοι που υπηρετούν άμεσα το Θεό:
1. Σεραφείμ
2. Χερουβείμ
3. Θρόνοι (Οφανείμ)
Στον δεύτερο κύκλο οι άγγελοι που δρουν ως θεϊκοί κυβερνήτες:
1. Εξουσίες
2. Κυριότητες
3. Δυνάμεις
Στον τρίτο κύκλο οι άγγελοι που δρουν ως κομιστές των θεϊκών μηνυμάτων:
1.Αρχές
2.Αρχάγγελοι
3.Άγγελοι› Τα Σεραφείμ (που το όνομά τους σημαίνει «Αυτοί που λάμπουν»), βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας και είναι οι άγγελοι που βρίσκονται πιο κοντά απ’ όλους στο θρόνο του Θεού. Είναι αυτοί που τραγουδούν ασταμάτητα το τρισάγιο «Άγιος, άγιος, άγιος…» και περικυκλώνουν το θρόνο, εκπορευόμενοι από τη Γνώση που πηγάζει απ’ το Θεό. Λέγεται ότι το φως που εκπέμπουν είναι τόσο έντονο που ούτε καν άλλα θεία όντα δεν μπορούν να τους αντικρίσουν και υπάρχουν 4 τέτοια αγγελικά όντα, τα οποία αναφέρονται ως τα 4 ιερά θηρία στην Αποκάλυψη.
«Τα σεραφείμ: Ταύτα, ως επουράνια όντα σχηματίζοντα τήν Αυλήν του Γιαχβέ, δέν μνημονεύονται παρά της Π. Διαθήκης, ειμή εις τό Ησ. στ´ 2-6. Πολλά έτυμα προετάθησαν προς εξήγηση της εβραϊκής ταύτης λέξεως. Συνηθέστερο, αυτή ετυμολογείται εκ του ρήματος “σαράφ”, καίω. Συνεσχετίσθη όμως επίσης και μέ τήν αιγυπτιακή λέξιν “σερέφ”, την σημαίνουσας τούς πτερωτούς κύνας, οι οποίοι φυλάσσουν την είσοδο ορισμένων τάφων. Εγένετο επίσης συσχέτισης και με μίαν ρηματική ρίζα, η οποία εις την αραβική σημαίνει το είναι τίνα ευγενή. Πρέπει, όμως, ωσαύτως να σημειωθεί ότι η λέξις “σαράφ”, ενικός του σεραφείμ, χρησιμοποιείται ως επίθετο παρά το ουσιαστικό “ναχας”, οφις, εις τα Αριθ. κα´ 6-9 και Δευτερ. η´ 15, όπου σημαίνει τούς πύρινους όφεις, τούς οποίους ο Θεός απέστειλε προς τιμωρία των υιών Ισραήλ, όταν ούτοι έδειξαν ανυπομονησία και μίλησαν κατ’ αυτού και κατά του Μωϋσέως στην έρημο. Οι όφεις ούτοι χαρακτηρίστηκαν, φαίνεται, πύρινοι εξ αιτίας του ιδιαιτέρου άλγους, το οποίον προκαλούσαν τα δήγματα των. Ας υπενθυμίσωμεν, τέλος, ότι η λέξις “σαραφ” σημαίνει επίσης τον χαλκούν όφη, τον οποίον τοποθέτησε ο Μωυσής επί ενός ραβδιού (Αριθ. κα´ 8), ως και ένα μυθικό όφη, καρπό της λαϊκής φαντασίας, περί του οποίου γίνεται μνεία εις τό Ησ. ιδ´ 29 και λ´ 6.
Για να επανέλθουμε στη διήγηση του στ´ κεφ. του Ησαίου, τα σεραφείμ παριστάνονται εκεί ως όντα περικυκλούντα τον θρόνο του Γιαχβέ, όμοια με τούς αγγέλους του Γ´ Βασ. κβ´ 19. Διακηρύσσουν την αγιότητα του Γιαχβέ και είναι επίσης επιφορτισμένα με την απομάκρυνση των βέβηλων και την εξάγνιση εκείνων, τούς οποίους ο Γιαχβέ καλεί να τον πλησιάσουν (στ´ 4), φαίνεται να προέρχεται από την αναπνοή των, πράγμα όπερ επιτρέπει την εικασίαν ότι είναι εμπύρου πράγματι φύσεως, εξ ής και τό όνομα των. Η αυτή διήγηση διευκρινίζει, ότι έχουν χείρας, πόδας, ανθρώπινη φωνή και τρία ζεύγη πτερύγων. Διετυπώθη η υπόθεσις, επειδή τό όνομα των σημαίνει ενίοτε όφεις, ότι είχαν σώμα όφεως και ήσαν, κατ’ ακολουθία, μεικτά όντα, ως τα χερουβίμ των οραμάτων του Ιεζεκιήλ. Αλλά το συμπέρασμα τούτο δεν ευσταθεί, διότι η λέξις “σαραφ” σημαίνει πύρινος και προσιδιασθεί εις ορισμένους όφεις εξ αιτίας του αποτελέσματος, όπερ προκαλείται εκ του δήγματός των. Τα σεραφείμ είναι λοιπόν επουράνια όντα, των οποίων κύριον λειτούργημα είναι η διακήρυξης της αγιότητας του Θεού και ο συμβολισμός της υπεροχής του.»
› Τα Χερουβείμ (που το όνομά τους σημαίνει «Αυτοί που είναι φίλεργοι»), είναι «Τα πνεύματα της Αρμονίας». Οι φύλακες των πλανητών και εφαρμοστές της Γνώσης. Σύμφωνα με ένα όραμα του Ιεζεκιήλ, τα Χερουβείμ αποτελούνταν από μία μορφή με τέσσερα πρόσωπα (ενός ταύρου, ενός λιονταριού, ενός αετού και ενός ανθρώπου). Ανεκδοτολογικά, πιστεύεται σε μεγάλο βαθμό ότι ο Εωσφόρος ανήκε στο τάγμα των Χερουβείμ.
«Τα χερουβίμ: Ο όρος αυτός, υιοθετηθείς παρά της χριστιανικής ονοματολογίας, είναι ο πληθυντικός της εβραϊκής λέξεως “χερούβ”. Η λέξις αυτή πιθανόν είναι δάνειο από το ακκαδικό “χαριβού”, μία των μορφών του οποίου σημαίνει τον λατρεύοντα την θεότητα πιστόν και επίσης, τόν θεόν ή τήν θεαν, οι οποίοι μεσιτεύουν (P. Dhorme και L. H. Vincent, Les chérubins, εν Revue Biblique 1926, σ. 328-358 και 481-495). Τό προσευχόμενον “χαριβού” (ή “χαρουβού”) είναι θείον ον, το οποίον ενθυμίζει τούς φρουρούς που στέκονται πριν από τις πόρτες των βαβυλωνιακών ναών ή ανακτόρων πτερωτούς ταύρους (“λαμασού”, θηλυκόν: “λαμαστού”).
Τα χερουβίμ αναφέρονται ονομαστί το πρώτον εις τό Γέν. γ´ 24, όπου λέγεται ότι ο Θεός “έταξε τα χερουβίμ και την φλόγινη ρομφαία την στρεφομένη φυλάσσει τήν οδό του ξύλου της ζωής”, κλείσας ούτω τον Παράδεισο. Ο ρόλος των ως φυλάκων ή προστατών υπογραμμίζεται επίσης εις τό Ιεζ. κη´ 14 και 16. Ουδεμία περιγραφή των γίνεται, αλλ’ είναι λίαν πιθανόν, ότι τα παρίσταναν με μορφή ανθρώπινη, ακριβώς ως συνέβαινε με τας δεομένας θεότητας και τούς πτερωτούς ταύρους των Βαβυλωνίων. Κάτι το παρόμοιο θα πρέπει να ήσαν τα δύο πτερωτά χερουβίμ, τα κατασκευασμένα εξ επίχρυσου ξύλου ελαίας, τα οποία, μέσα στο ναό του Σολομώντος, ήσαν τοποθετημένα εις τα Άγια των Αγίων, όπου, με τας τεταμένας πτέρυγας των, σχημάτιζαν ένα είδος σκέπης υπέρ την κιβωτό της Διαθήκης (Γ´ Βασ. στ´ 23-28 και Β´ Παραλ. Γ´ 10-13). Το αυτό δύναται να λεχθεί και δια τα “χρυσοτόρευτα” και μέ τεταμένας τας πτέρυγας χερουβίμ, τα οποία, κατά το Ἔξ. κε´, ήσαν τοποθετημένα επί του καλύμματος της ιεράς κιβωτού, ως και δια τα υφαντά χερουβίμ, τα επί των “αυλαίων” της Σκηνής (Ἔξ. κστ´ 1, λα´, λστ´ 8,35) ή εκεινα των οποίων αι μορφαί ήσαν “εγκεκολαμμέναι” εις τας επενδύσεις των τοίχων και τας θύρας του σολομωντείου ναού (Γ´ Βασ. στ´ 32,35). Τα χερουβίμ αυτά φαίνεται ότι ήσαν οι φύλακες της κιβωτού και παραλλήλως τα ορατά σύμβολα της παρουσίας του Γιαχβέ, ο οποίος, κατά τα Ἔξ. κε´ 22 και Αριθ. ζ´ 89, ελάλει εις τόν Μωϋσην “αναμέσον των δύο χερουβίμ, άνωθεν του ιλαστηρίου, ό εστίν επί της κιβωτού του μαρτυρίου”.
Άλλα εδάφια ομιλούν περί των χερουβίμ μάλλον ως χρησιμευόντων εις τον Γιαχβέ δίκην θρόνου (Α´ Βασ. δ´ 4, Β´ Βασ. στ´ 2, Δ´ Βασ. ιθ´ 15, Ησ. λζ´ 16, Ψαλμ. σθ´ [π´] 2, κη´ [κθ´] 1, Δαν. γ´ 55) ή υποζυγίου (Ψαλμ. ιζ´ [ιη´] 15, Β´ Βασ. κα´ 11. Πρβλ. Ησ. ιθ´ 1 και Ψαλμ. ργ´ [ρδ´] 3). Εις τήν αυτήν τάξιν ιδεών έχουν την θέση των και τα οράματα του Ιεζεκιήλ (α´ 4 κ. εξ., θ´ 3, ι´, ια´ 22). Τα χερουβίμ περιγράφονται εκεί ως σχηματίζοντα τό άρμα ή τον κινητόν θρόνον, επί του οποίου η δόξα του Γιαχβέ καταβαίνει εκ του ουρανου ή αναβαίνει παλιν. Εις τα οραματα του Ιεζεκιήλ τα χερουβίμ έχουν “ομοίωμα ανθρώπου επ’ αυτοις” (α´ 5). Εν τούτοις, έχουν τέσσαρα πρόσωπα, ήτοι πρόσωπον ανθρώπου, λέοντος, ταύρου και αετου (α´ 10), τέσσαρας πτέρυγας και χείρας ανθρωπίνας υπό τας πτέρυγας, σκέλη δε ορθά με οπλές ταύρων. Η λάμψη των είναι ως η της αστραπής (α´ 13) και το πνεύμα των κινεί τούς τροχούς του άρματος (α´ 15-21). Είναι πολύ δύσκολο να αναπαρασταθεί ακριβώς το θέαμα των χερουβίμ, το οποίον περιγράφει ο Ιεζεκιήλ. Πάντως, εκ των όσων λέγει, είναι όντα μεικτά, αποτελούμενα από μέλη διαφόρων ζώων, ως και οι πτερωτοί φύλακες των ασσυροβαβυλωνιακων ναών και ανακτόρων.
Δυνάμεθα, λοιπόν, να συμπεράνωμεν, ότι οπωσδήποτε ο Ισραήλ εδανείσθη το όνομα των χερουβίμ και την πλαστική των μορφήν εκ Βαβυλώνος. Αλλά και εδώ, ως και αλλού, μεταμόρφωσε τα εννοίας. Το “χαριβί” των Βαβυλωνίων και των άλλων λαών της αρχαίας Ανατολής είναι θεότητες δευτέρας τάξεως και δύνανται να ανήκουν είτε εις το άρρεν είτε εις το θήλυ γένος. Τα χερουβίμ είναι άνευ φύλου και υπηρετούν τον μόνον Θεόν. Φανερώνουν την αόρατον παρουσίαν του και συμβολίζουν την ενέργειαν του, δεικνύοντα την θεία υπεροχήν και παντοδυναμίαν.»
Συγκεκριμένα τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ τριγυρίζουν πετώντας στον Θρόνο του Θεού, έχοντας έξι πτέρυγες.
Με τις δύο καλύπτουν το πρόσωπό τους αφού δεν μπορούν να ατενίσουν τον Ύψιστο, με τις δύο καλύπτουν τα πόδια από σεβασμό, και τις άλλες δύο πετούν, αναπέμποντας τον Επινίκιο ύμνο.
« Η περί της φύσεως και του έργου των αγγέλων διδασκαλία της Κ. Διαθήκης περιλαμβάνει τας εξής κυρίας αληθείας: Ούτοι είναι κατώτεροι του Χριστού (Κολασ. Β´ 14 κ. εξ., Εβρ. α´ 14 κ. εξ.). Διακρίνονται εις τάξεις, εκ των οποίων κατονομάζονται αι αρχαί, αι εξουσίαι, αι δυνάμεις, αι κυριότητες, οι θρόνοι, οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι (Εφεσ. α´ 21, γ´ 10, στ´ 12, Κολασ. α´ 16, Α´ Θεσ. δ´ 16, Ιούδα στίχ. 9 κ. αλ.). Είναι πνεύματα (Εβρ. α´ 14), αθάνατοι (Λουκ. κ´ 36), δεν διακρίνονται εις φύλα (Ματθ. κβ´ 30) και ο αριθμός των είναι μέγας (Ματθ. κε´ 31, κστ´ 53, Λουκ. β´ 13, Ιούδα στίχ. 14, Αποκ. ε´ 11). Τό έργον των έγκειται εις τό να δοξάζουν τον Θεό λειτουργικώς (Λουκ. β´ 13) και να διαδραματίζουν βοηθητικό μέρος εις την θεία περί το ανθρώπινο γένος οικονομία (Εβρ. α´ 14), ήτοι να προστατεύουν τούς δικαίους, να “αποφέρουν” εις τον ουρανό τας ψυχάς των (Λουκ. ιστ´ 22) και να συνάξουν και χωρίσουν τούς δίκαιους και τούς αδίκους κατά την ημέραν της κρίσεως (Ματθ. ιγ´ 41,42,49,50, κδ´ 31, Μαρκ. ιγ´ 27, Α´ Θεσ. δ´ 15 κ. εξ.).»
› Οι Θρόνοι επιτελούν το έργο τους ως «άρμα» ή «θρόνος» του Θεού και συνήθως περιγράφονται ως ομοιάζοντες με τροχούς (πράγμα που δηλώνει και το όνόμα τους, αφού Οφανείμ σημαίνει «τροχός»). Θεωρούνται επίσης διανεμητές της Θεϊκής Δικαιοσύνης.
› Οι Εξουσίες είναι οι ουράνιες υπάρξεις οι οποίες εξουσιάζουν τις δραστηριότητες των υπολοίπων αγγελικών οντοτήτων που βρίσκονται ιεραρχικά χαμηλότερά τους. Διατηρούν την κοσμική ισορροπία, με την έννοια ολόκληρου του φυσικού στερεώματος, που επεκτείνεται και πέρα από τη Γη.
› Οι Κυριότητες υπηρετούν το Θεό παρέχοντας τη δύναμη που κινητοποιεί τα θαύματα. Ελέγχουν το «Τραγούδι της Ζωής» του Κόσμου και διοχετεύουν τις ευλογίες ή τιμωρίες που επιβάλει η Θεία Χάρη.
› Οι Δυνάμεις είναι οι φύλακες των συνόρων μεταξύ Παράδεισου και Κόλασης. Ασκούν επιρροή και σε δαίμονες και γι’ αυτό μερικές φορές καταλαμβάνονται από αυτούς. Η πλειοψηφία των «έκπτωτων» αγγέλων φαίνεται να προέρχεται από αυτό το τάγμα, εξαιτίας της επικίνδυνης φύσης των καθηκόντων τους στο μεταίχμιο Παράδεισου-Κόλασης. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνεται η διασφάλιση της δίκαιης ανταμοιβής των ανθρώπινων ψυχών (Παράδεισος ή Κόλαση) και αποτελούν την κύρια αμυντική δύναμη του Παράδεισου σε περίπτωση δαιμονικής επίθεσης.
› Οι Αρχές είναι οι προστάτες άγγελοι των εθνών. Έχουν εξουσία πάνω στους Αρχαγγέλους και σε μεγάλες ανθρώπινες ομάδες (έθνη, φυλές κτλ.). Αποτελούν τρόπον τινά τους στρατηγούς στην στρατιά του Παραδείσου.
› Οι Αρχάγγελοι βρίσκονται ένα σκαλοπάτι πιο πάνω από τους Αγγέλους στην ουράνια ιεραρχία. Ελέγχουν τις πράξεις των κατώτερων αγγέλων και μικρότερων ανθρώπινων ομάδων (οικογενειών, χωριών κτλ.). Υπάρχουν πολλοί αρχάγγελοι, αλλά οι πιο γνωστοί μεταξύ των ανθρώπων είναι ο Γαβριήλ (το όνομα του οποίου σημαίνει «ο Θεός είναι η Δύναμή μου»), ο Μιχαήλ («Ποιος είναι σαν το Θεό;»), ο Ραφαήλ («Ο Θεός θεράπευσε») και ο Ουριήλ («Το Θείον Πυρ»). Ως κατώτερους από τις Αρχές, μπορούμε να τους αντιληφθούμε σαν αρχηγούς στην Ουράνια στρατιά.
› Οι Άγγελοι τέλος, αποτελούν τη χαμηλότερη βαθμίδα στην αγγελική ιεραρχία και είναι εκείνοι με τους οποίους οι άνθρωποι είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι. Αυτοί που γενικότερα αποκαλούμε «φύλακες-αγγέλους» μας. Είναι αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά από τους υπόλοιπους στον υλικό κόσμο, γιατί ασχολούνται άμεσα με τις καθημερινές ανθρώπινες υποθέσεις. Υπάρχουν διαφόρων ειδών επεμβάσεις τους στη ζωή μας, αν και οι πιο συνηθισμένες ενέργειές τους είναι αυτές της προστασίας μεμονωμένων ανθρώπων, επιδρώντας στη συνείδησή τους και βοηθώντας τους να γλιτώσουν από κάποιο κίνδυνο ή αδιέξοδο στη ζωή τους. Ως κατώτατη βαθμίδα της αγγελικής ιεραρχίας, αποτελούν τους απλούς στρατιώτες στη στρατιά του Παραδείσου.
Αρχικά τα Αγγελικά Τάγματα ήταν δέκα. Το δέκατο Τάγμα ήταν του Εωσφόρου, ο οποίος κινούμενος από μεγάλη υπερηφάνεια και αλαζονικό εγωισμό εξέπεσε από τη ζηλευτή θέση που είχε και μεταμορφώθηκε από Άγγελος, σε Διάβολος σκοτεινός και φοβερός.
Εξαπάτησε πολλούς άλλους Αγγέλους και δημιουργήθηκε όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή, σχίσμα στον ουρανό, όπου άρχισαν να πέφτουν οι Δαίμονες.
Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ συγκέντρωσε όλους τους Αγγέλους και στάθηκε ανάμεσά τους λέγοντας: «στώμεν καλώς» και η πτώση σταμάτησε.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν, ότι κατόπιν ο Θεός για να αναπληρώσει το Τάγμα που εξέπεσε, δημιούργησε το ανθρώπινο γένος.
Όρισε τον άνθρωπο βασιλιά της κτίσεως, κινούμενος από ανέκφραστη αγάπη και τον τοποθέτησε στον Παράδεισο.
Το θέλημα του Θεού ήταν να ζει κοντά Του ο άνθρωπος και να απολαμβάνει την δόξα Του, σε ένα κόσμο αιώνιο και αθάνατο.
Ο Διάβολος όμως που μισεί τον άνθρωπο κατάφερε με μέσον το ψέμα να τον εξαπατήσει και να τον παρασύρει στην αμαρτία και στον θάνατο.
Έκτοτε ο άνθρωπος δια της παρακοής έχασε τον Παράδεισο και έγινε φθαρτός.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΓΓΕΛΩΝ .
Εκτός από την αρίθμηση και ονομασία των εννέα ταγμάτων, η αγία Γραφή μας αναφέρει και τα ονόματα μερικών αγγέλων. Ο Θεός που έδωσε ονόματα σε όλα τα άστρα, ασφαλώς έδωσε και σε όλους του αγγέλους Του. Εμείς όμως μόνο τρείς αγγέλους γνωρίζουμε ονομαστικά.
Ο πρώτος είναι ο Γαβριήλ. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει <<ήρωας του Θεού>>. Για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο προφήτη Δανιήλ και του εξήγησε μερικά συμβολικά οράματα. (Δαν.8:16) και επίσης στον ίδιο προφήτη που του φανέρωσε πόσα χρόνια θα περνούσαν μέχρι τον ερχομό του Χριστού (Δαν.9:21-28). Ο Γαβριήλ παρουσιάστηκε στό Ζαχαρία και πολλές φορές στη Θεοτόκο (Λουκ.1:19,28).
Δεύτερος άγγελος γνωστός με το όνομά του είναι ο Μιχαήλ.
Το όνομά του σημαίνει <<τις ως ο Θεός ημών;>>. Αναφέρεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα σαν άρχοντας: <<Μιχαήλ ο άρχων ο μέγας>> (Δαν.12:1).
Γι’ αυτόν επίσης κάνει λόγο και ο Ιησούς του Ναυή, που τον είδε σαν <<αρχιστράτηγον δυνάμεως Κυρίου>> (Ι.Ναυή 5:14). Η Γραφή προσδίδει στον έναν εκ των αρχηγών των Αγίων Αγγέλων, όνομα που δηλώνει, που υπενθυμίζει κάτι. Και αυτή η συγκεκριμένη ονομασία, για τους Ιουδαίους που συναναστρέφονταν αλλοεθνείς ειδωλολάτρες, ήταν σημαντική. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίζεται τέσσερις φορές στην Αγία Γραφή. Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Δανιήλ» δύο φορές (10, 13 και 21 & 12, 1). Στην «καθολική», λεγόμενη, επιστολή του Αποστόλου Ιούδα μία (στ. 9) και στο βιβλίο «Αποκάλυψις του Ιωάννου» άλλη μία (12, 7). Παριστάνεται ως «ένας εκ των αρχόντων των πρώτων», ως «άρχων των Αγγέλων» και ως «φύλαξ του Ισραήλ». Από τα αποστολικά χρόνια τού προσδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Αρχιστράτηγος». Στους Ιουδαίους αρχικά, και σε μας τους Χριστιανούς αργότερα, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν και είναι ο πλέον αγαπητός, με μία μάλιστα πολύ έντονη παρουσία ανάμεσά μας. Στην εκκλησιαστική αγιογραφία εικονίζεται να κρατά σπαθί, όχι γιατί κατά τη λαϊκή έκφραση «παίρνει τις ψυχές» των ανθρώπων, αλλά γιατί συνοδεύει τη ψυχή του κοιμηθέντα ως «ψυχοπομπός» μέχρι τον Κριτή Κύριο απομακρύνοντας τους δαίμονες και γιατί θεωρήθηκε και θεωρείται φρουρός, φύλακας και προστάτης του νέου Ισραήλ, που είναι η Εκκλησία του Χριστού.
Ο τρίτος άγγελος, που αναφέρεται με το όνομά του στη γνωστή ιστορία του Τωβίτ, είναι ο Ραφαήλ.
Το όνομά του σημαίνει: <<ο Κύριος ιάται>> και είναι ένας από τους επτά αρχαγγέλους, που μεταφέρουν από τη γη στον ουρανό τις προσευχές των αγίων (Τωβίτ 12:15).
Η εβραϊκή παράδοση αναφέρει και τέταρτον άγγελο με το όνομα Ουριήλ.
Ερευνώντας «τις Γραφές» (Ιωάν. 5, 39) και στηριγμένοι «στις παραδόσεις» μας (Β΄ Θεσ. 2, 15) καταθέτουμε τη θέση πως οι Άγιοι Αρχάγγελοι πρέπει να είναι τέσσερις. Και γίνομαι πιο σαφής: Η Αγία Γραφή διασώζει τρία ονόματα Αγίων Αγγέλων, που θεωρούνται «των ουρανίων στρατιών αρχιστράτηγοι», τους Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ. Η Ιουδαϊκή και η Χριστιανική παράδοση κάνει λόγο και για έναν τέταρτο Αρχάγγελο τον Ουριήλ, με κάποια ειδικά λειτουργήματα ο καθένας τους. Εμείς στη συνέχεια, και στις επόμενες σημειώσεις μας θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σ’ αυτούς.
Ως κατακλείδα αυτής της σύντομης αναφοράς, ας μεταφέρουμε το μήνυμα-συμβουλή που θέτει ο βυζαντινός αγιογράφος στο αριστερό χέρι του Άρχοντα Μιχαήλ: «Άνθρωποι, βλέποντας το γυμνό ξίφος μου, αν είστε βέβηλοι και ράθυμοι συνέλθετε και γρήγορα όσο αναπνέετε μετανοήστε»!
Δε νομίζω πως χρειάζεται κάτι άλλο να προσθέσω. Είναι καιρός να μιλήσει η συνείδησή μου και η συνείδησή σας.
Συνεχίζεται…