Το «πλαστό» χρήμα… των τραπεζών
23 Δεκεμβρίου 2008
Ας υποθέσουμε πως κάποιος τυπώνει ένα πλαστό χαρτονόμισμα των 500 ευρώ, το οποίο ρίχνει σε κυκλοφορία αγοράζοντας κάποιο αγαθό. Όντας πλαστό, δεν αποτελεί αντάλλαγμα σε κάποια εργασία του. Ο ίδιος ο πλαστογράφος, δεν αισθάνεται καμία τύψη, τουναντίον, αισθάνεται πως η πράξη του ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, αφού, όπως λένε οι οικονομολόγοι, «μετά το Keynes, είναι καλό για την οικονομία να ρίχνεται χρήμα στην αγορά για να κινείται». Ωστόσο, ο πλαστογράφος τιμωρείται από το Νόμο. Σε παλαιότερους καιρούς μάλιστα, θα τιμωρούταν με θάνατο…
Ας δούμε τώρα… μια τράπεζα που κυκλοφορεί μια πιστωτική κάρτα, η οποία είτε δίδεται στον καταναλωτή από ένα συγκεκριμένο εμπορικό κατάστημα για να διευκολύνει τις αγορές του, είτε από την ίδια την τράπεζα με «bonus» αγορών από συγκεκριμένα εμπορικά καταστήματα. Η κάρτα μάλιστα αποτρέπει τον καταναλωτή από το να τράβα χρήματα από ATM με την χρέωση μεγαλύτερου επιτοκίου. Έτσι ο καταναλωτής χρησιμοποίει την κάρτα που τόσο γενναιόδωρα του δωρίσθηκε. Πλέον ο καταστηματάρχης είναι σίγουρος πως δεν θα λάβει πλαστό χαρτονόμισμα. Αγοράζει λοιπόν ο καταναλωτής από τα συμβεβλημένα μαγαζιά αγαθά, αξίας, ας πούμε, πάλι 500 ευρώ. Διαμέσου της κάρτας μεταφέρονται τα 500 ευρώ από τον λογαριασμό που έχει ανοίξει επί πιστώσει η τράπεζα για τον καταναλωτή, στο λογαριασμό που διατηρεί στην τράπεζα το κατάστημα. Η τράπεζα καταγράφει τις παραπάνω ενέργειες στα λογιστικά της βιβλία. Αν παρατηρήσουμε προσεχτικά, η τράπεζα δεν έχει κυκλοφορήσει χρήμα, δηλαδή αυτό που έχει από τις καταθέσεις των πελατών της και το οποίο αντιπροσωπεύει πραγματικά κέρδη που αποταμιεύει ο κάθε καταθέτης. Η τράπεζα με την πιστωτική κάρτα, κυκλοφορεί χρήμα το οποίο δεν έχει και επιπλέον δύναται να κερδίση τόκο από αυτό.
Για την ίδια πράξη ο πλαστογράφος τιμωρείται, ενώ η Τράπεζα απολαμβάνει των προνομίων της κοινωνίας, θεωρείται δε, όπως ακούσαμε από τους ηγέτες της Γης «βάση του οικονομικού συστήματος». Το γεγονός πως η Τράπεζα είναι νόμιμη ενώ ο πλαστογράφος εγκληματίας, δεν αναιρεί ωστόσο το γεγονός πως η πράξη καθαυτή είναι παράλογη και ανήθικη1 : αυτό που προκαλεί το παραπανίσιο 500 ευρώ είναι, πως κυκλοφορώντας και εξασφαλίζοντας «αγοραστική ικανότητα» στον καταναλωτή, επιτρέπει στον έμπορο να υψώση τη τιμή του αγαθού. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «πληθωρισμός» (inflation). Για τους «μετά τον Keynes οικονομολόγους» θεωρείται φαινόμενο ευπρόσδεκτο και ελέγξιμο. Για κάποιους οικονομολόγους πριν από τον Keynes και συγχρόνους του, θεωρείται απευκταίο και ανεξέλεγκτο. Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι εκπρόσωποι της «Αυστριακής Σχολής».
Όσο για το Τραπεζικό σύστημα, λειτουργεί έτσι από το 1697 όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα της Αγγλίας. Αν αντικαταστήσετε την πιστωτική κάρτα του παραδείγματος με το χάρτινο χρήμα, το εμπορικό κατάστημα με οποιαδήποτε εμπορική τράπεζα, και την τράπεζα με την Κεντρική Κρατική Τράπεζα, θα έχετε μια αδρή περιγραφή του Χρηματοπιστωτικού μας συστήματος. Αν το οικονομικό μας σύστημα βασίζεται σε ένα τέτοιο ταχυδακτυλουργικό hocus-pocus σίγουρα απαιτεί «πίστη» για να λειτουργήση. Αλλά επειδή η «πίστη» δεν αρκεί σε λογικά συστήματα όπως είναι η οικονομία, δεν είναι να απορεί κανείς για όλα αυτά που συμβαίνουν τελευταίως και τα οποία έχουν επανασυμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Στο παρόν κείμενο θα πάμε να διαβάσουμε τα κείμενα του χαρακτηριστικότερου εκπροσώπου της «Αυστριακής Σχολής», Ludwig von Mises, που σχετίζονται με τις οικονομικές κρίσεις ή αλλιώς με τις χρονικές ανακυκλώσεις που ονομάζονται «Business» ή «Trade Cycles» και τη σχέση τους με τα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα. Άλλα πρώτα θα χρειαστεί μια σύντομη γνωριμία με τους Βιεννέζους και την ερμηνεία που δίδουν στον Τόκο και το Χρήμα. Τέλος θα δούμε πως αυτά τα δύο διαστρεβλώνονται δημιουργώντας οικονομικές ανθήσεις και υφέσεις.
1. Η ΑΥΣΤΡΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΙ Ο MISES.
Έδειξα στην προηγούμενη ανάγνωση την έννοια της Μακιαβελλικής Ανακύκλωσης στον Πολιτειακό χώρο, και πως η Τύχη κάνει την είσοδό της με τον κόσμο του Εμπορίου, ο οποίος και παραμερίζει τον κόσμο της Θρησκείας. Ο Ludwig von Mises, γέννημα της βιεννέζικης Αναγέννησης του fin-de-siècle, στο magnum opus του «Human Action», συναρτά, όπως ο Machiavelli, την ανθρώπινη Δράση από την αβεβαιότητα του μέλλοντος, και την βαφτίζει «οικονομική». Η Αυστριακή Σχολή «της Οριακής Ωφελιμότητας», αντίθετα από τις οικονομικές θεωρίες του 20ου αι. οι οποίες χαρακτηρίζονται από μακροοικονομική αφαίρεση, επιστημονίζουσα εξειδίκευση και jargon, αντιμετωπίζει την οικονομία εγγράφοντάς-την στην ολότητα της ζωής2 , όπως ο Αριστοτέλης, οι ηθικοί φιλόσοφοι-οικονομολόγοι του 18ου αι. αλλά και ο Marx. Σκοπός των Aυστριακών είναι να περιγράψουν την οικονομία όπως πραγματικά είναι και όχι να προτείνουν πως πρέπει να είναι. Η σκοπιά τους είναι αυτή του δρώντος προσώπου μέσα στην Αγορά και όχι ενός εξωτερικού «θεού» που ρυθμίζει τα οικονομικά φαινόμενα. Η Αγορά είναι process όπως η Ιστορία, και όχι αντικείμενο εργαστηρίου, ερμηνευμένο και ελεγχόμενο à souhait.
Αλλά ας επιστρέψουμε στις πρώτες σελίδες του «Human Action» : Ο θνητός άνθρωπος αναγκάζεται να πράξη επειδή αδυνατεί να έχη γνώση του μέλλοντός του. Στον ατελή κόσμο της σπάνιδος των αγαθών που κατοικεί, αναζητά να εξοικονομήση τα μέσα εκείνα που θα περιορίσουν την αβεβαιότητα του. Έτσι δρα, από τη στιγμή που επιλέγει και προσαρμόζει στη συμπεριφορά του κάποια αντικείμενα του Κόσμου, θυσιάζοντας την ωφέλεια κάποιων άλλων. Αυτά αποτελούν τα μέσα της δράσης. Τα μέσα εκλογικεύουν, αντικειμενοποιούν και κοινωνικοποιούν τη συμπεριφορά του και την κάνουν όντος Δράση. Το χρήμα π.χ. εκλογικεύει, αντικειμενοποιεί και κοινωνικοποιεί την ανταλλακτική ανάγκη, ο ναός και το τελετουργικό το θρησκευτικό συναίσθημα κτλ. Επομένως κάθε Δράση είναι ορθολογική, χωρίς αυτό να προϋποθέτει πως ο Δρών κάνει ορθολογικές επιλογές (rational choice) ή πως ο σκοπός του είναι ορθός (pertinent) (όπως θεωρούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και ωφελιμιστές). Η ορθολογικότητα αυτή είναι μια μερική ορθολογικότητα του μέσου (Rationalität der Mittel). Έτσι ο Homo Agens, που στην οικονομική επιστήμη παίρνει το όνομα «Entrepreneur» (Undertaker, Übernehmer) , βρίσκεται ανάμεσα στους τύπους του ορθολογιστή ως προς το σκοπό του, Μηχανικού («Zweck-Rationalität» του Weber) και του αθύρματος της Τύχης, Παίκτη. Το σχήμα μέσα-σκοπός ονομάζεται σχέδιο δράσης (project). Έτσι, το μέλλον για τον Δρώντα έχει μορφή θεωρίας (speculation): «Θεωρεί το μέλλον με τα μάτια ενός ιστορικού». Το γεγονός πως η δράση ως εξωτερικό φαινόμενο υπακούει στο νόμο αιτίου-αποτελέσματος και λαμβάνει έτσι αντικειμενική μορφή από την διάταξη των μέσων της, κάνει δυνατή μια «θεωρία της Δράσης» ή «Πραξεολογία» που μελετά το νοητικό διαπροσωπικό «καμβά» πάνω στον οποίο αρμόζεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι αυτός που κάνει δυνατή την επικοινωνία με τον Άλλο και την σύλληψη της δράσης του. Την Πραξεολογία επομένως δεν αφορούν τα κίνητρα και οι στόχοι της Δράσης τα οποία είναι φύσει υποκειμενικά και ανορθόλογα. Αυτά αποτελούν αντικείμενο μιας «Θυμολογίας» (Ψυχολογίας). Η Πραξεολογία είναι μια a priori-κη και κατηγορική επιστήμη και βασίζεται στην επαγωγή (deduction) και το σχηματισμό ceteris paribus ερμηνευτικών «as if» φανταστικών κατασκευών (imaginary constructions) φαινομένων και όχι στην a posteriori αναγωγή (reduction) από πάσης φύσεως δεδομένα. Τέτοιες a priori κατηγορίες της Πραξεολογίας είναι η αναζήτηση πλεονεκτήματος, το σχήμα μέσα-σκοπός, η αποκλειστική χρονική κατεύθυνση τώρα-μετά, κ.α.
2. ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Ο ΤΟΚΟΣ
Μια βασική έννοια της ανθρώπινης δράσης είναι το φαινόμενο της «time-preference» (Zeitpräferenz) 3 του Böhm-Bawerk. Σύμφωνα με αυτήν, ο άνθρωπος αξιολογεί υψηλότερα τα παρόντα αγαθά από τα μελλοντικά (ο λαός το λέει «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει»). Ενώ ο Böhm-Bawerk δίδει μια ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου (i.e. ανεπάρκεια φαντασιακής ικανότητας, ρίσκο), ο νέο-καντιανός Mises το διαπραγματεύεται ως μια a priori ιδέα : αν ο άνθρωπος δεν καταναλώσει κανένα αγαθό σήμερα, δεν θα ζει αύριο για να κάνει τη χρήση τους. Όπως και νά ʼχει, το φαινόμενο αυτό είναι η βάση αυτού που ονομάζουμε Κέρδος ή Τόκος (Ιnterest). Ας δούμε πως λειτουργεί :
Στη διάρκεια μιας παραγωγικής διαδικασίας, επειδή υποτιμούμε τα μελλοντικά αγαθά, υποτιμούμε (discount) τα κόστη παραγωγής τους. Με την ωρίμαση της παραγωγής και την απόδοση των καρπών της, αυτά τα προϊόντα όντας πλέον παρόντα, λαμβάνουν, ceteris paribus, τη πλήρη αξία τους. Όσο μεγαλύτερη η χρονική διάρκεια της παραγωγής, τόσο μεγαλύτερη η σκοπούμενη αξία των καρπών της. Η διαφορά ανάμεσα στην τελική πλήρη και την αρχική υποτιμημένη αξία είναι το κέρδος ή η υπεραξία. Το γεγονός πως ο εργάτης, ο υπάλληλος αλλά και ο οποιοσδήποτε διευθύνων ή συνεργαζόμενος δεν έχει μέρισμα στα κέρδη είναι επειδή θέλει την ανταμοιβή του την ίδια στιγμή που προσφέρει την υπηρεσία του. Κερδίζει ο επιχειρηματίας που αναβάλλει την άμεση ικανοποίησή του για το μέλλον, αυτός που σχεδιάζει και αντιβαίνει στην time-preference.
Κατά τον ίδιο τρόπο αν κάποιος κατέχει κάποια ανθεκτικά αγαθά (π.χ. γη, κτήρια, χρήμα) που του περισσεύουν στην καθημερινή του ενασχόληση ή ικανοποίηση, μπορεί να τα ενοικιάση και να απαιτήση το κέρδος που θα είχε εάν τα εκμεταλλευόταν ο ίδιος. Αυτό το κέρδος είναι ο Τόκος. Οι Αυστριακοί ερμηνεύουν ηθικά τον Τόκο ως «opportunity cost», πράγμα που είχαν κάνει οι ρωμαιοκαθολικοί καλόγεροι San Bernardino και Sant Antonino και η Ιησουΐτικη σχολή της Salamanca στην αυγή του μοντέρνου Καπιταλισμού, σε μια εποχή που ο Τόκος ―Usura― εθεωρείτο κολάσιμο αμάρτημα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε τα εξής: Α. Πως ο Καπιταλισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον Χρόνο. Τόσο ο Μεσαιωνικός κόσμος όσο και Κομμουνιστικός είναι άχρονοι. Β. Πως η άρνηση της άμεσης ικανοποίησης είναι αυτό που δημιουργεί στην κοινωνία το Κεφάλαιο, εκμεταλλεύσιμο από τον ίδιο τον αποταμιεύοντα ή προς δανεισμό (loanable).
3. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ.
Η θεμελιώδης πράξη της Αγοράς, η ανταλλαγή, βασίζεται, στο γεγονός πως οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές ορέξεις αλλά και ικανότητες, με αποτέλεσμα να παράγουν ή να κατέχουν πράγματα τα οποία θέλουν λιγότερο από άλλα που δεν έχουν. Αυτή ακριβώς η φυσική ανισότητα είναι η βάση του Καπιταλιστικού συστήματος. Επειδή ωστόσο είναι δύσκολο να βρεις κάποιον που έχει αυτό που εσύ θες και χρειάζεται αυτό που εσύ έχεις, αναγκάστηκαν να βρουν ένα κοινό μέσο ανταλλαγής, τρέποντας αυτή την ανταλλαγή, από άμεσο (troc, burter) σε έμμεσο (indirect exchange) ανταλλαγή ή «κατάλλαξι». Το μέσο ανταλλαγής ή χρήμα (Geld) δεν είναι κρατική εφεύρεση μας λέει ο Menger4 . Κάθε αγαθό με την πιο μεγάλη ικανότητα ανταλλαγής (marketability) λαμβάνει τη μορφή Χρήματος : αγελάδες, πρόβατα, σπυριά κακάο κτλ. Αργότερα έρχονται τα μέταλλα, χαλκός και κασσίτερος και τέλος τα σπάνια μέταλλα, ο άργυρος και ο χρυσός. Αυτά τα τελευταία είναι τα αγαθά με την πιο καθολική αξία, αφού από οποιοδήποτε μέρος της γης και αν εξορυχθούν έχουν την ίδια μοριακή δομή, αντίθετα π.χ. με το χαλκό. Τα πολύτιμα μέταλλα επιτρέπουν το κόψιμό νομισμάτων, διευκολύνοντας την συναλλαγή (traffic money). Ταυτόχρονα έχουν αντοχή στον χρόνο και μπορούν να αλλάξουν σε μορφή bullion για να αποθηκευτούν (store money). Η κρατική σφραγίδα που φέρουν εγγυάται την καθαρότητα και το βάρος τους από το οποίο λαμβάνουν την ονομαστική τους αξία.
Η αυστριακή σχολή υπεραμύνθηκε της σημασίας του χρήματος ως μέσο που αποδίδοντας τιμές στα αγαθά δίδει γνώση στους παραγωγούς για το πόσα αγαθά να παράγουν. Μας λέει ο Wieser5πως όταν οι εξισώσεις προσφοράς-ζήτησης δίδουν την αξία του αγαθού κάτω του κόστους, ο παραγωγός καταλαβαίνει πως το αγαθό είναι υπεράφθονο (άφθονος = φθηνός) οπότε και χρειάζεται να περιορίση την παραγωγή. Όταν πάλι, η αξία είναι άνω του κόστους παραγωγής, πως πρέπει να αυξήση την παραγωγή. Επομένως, χάριν στην ύπαρξη των τιμών, οι ορέξεις των καταναλωτών αποτυπώνονται αντικειμενικά, δίχως την παρεμβολή ψυχολόγων, μας λέει ο Michaël Polanyi6 . Το πρόβλημα οικονομικού υπολογισμού σε μια Σοσιαλιστική οικονομία για τον Mises και τον Hayek ήταν ακριβώς η κατάργηση του χρήματος που αυτή επέβαλλε.
Μολοντούτο, όταν ο Mises μιλάει για χρήμα, δεν μιλάει για χάρτινο χρήμα (fiat paper money) που τυπώνει κάποια τράπεζα με κρατικές εγγυήσεις. Όταν ο Mises μιλάει για ελεύθερη αγορά μιλάει για ένα σύστημα με «commodity money» όπως ο χρυσός και όχι με πιστωτικά (fiduciary) υποκατάστατά του που φτιάχνει κατά βούληση το Κράτος ελέγχοντας τις διαθέσεις τις Αγοράς. Αν πάμε πίσω στην αρχέγονη ανταλλαγή («regressive theorem»), ο χρυσός, έχει ήδη, a priori, καταλλακτική αξία7 . Το χαρτονόμισμα αντίθετα αποτελεί a posteriori αφαίρεση της καταλλάξεως. Το χάρτινο χρήμα δεν έχει αξία, έλεγε ο W.Googe, παρά είναι ένδειξη χρέους, είναι πιστωτικό χρήμα. Και για να υπάρχει χρέος πρέπει να υπάρχει κάποιος που να το διακινεί. Και αυτός είναι το Τραπεζικό σύστημα και πίσω από αυτό, το Κράτος.
4.ΤΕΧΝΗΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ. ABC THEORY.
Ο λόγος για τον οποίο ο Mises κατευθύνει τους μύδρους του εναντίον του χάρτινου χρήματος είναι γιατί το χρήμα ως μέσο δεν είναι ουδέτερο8 . Ήδη η Currency School στα μέσα του 19ου αι. είχε διατυπώσει τις επιφυλάξεις της για την επιρροή του πιστωτικού χρήματος πάνω στο νόμισμα. Ας εξηγήσουμε την μη-ουδετερότητα του χρηματικού μέσου με ένα παράδειγμα : Το γεγονός πως έχω δύο ίδια εργαλεία αντί για ένα δεν επηρεάζει την συγκεκριμένη εργασία μου. Αν όμως, βγαίνοντας να ψωνίσω, έχω δύο νομίσματα να διαθέσω αντί για ένα, επηρεάζω την αγορά. Αν π.χ. υπάρχει ένα αγαθό διαθέσιμο σε 10 κομμάτια, και η αρχική του τιμή είναι ₤100 και ο πρώτος διαθέσιμος αγοραστής έχει αγοραστική ικανότητα ₤99, ο δεύτερος ₤98….ο 10ος ₤90 και ο 11ος ₤89 τα 10 αγαθά θα πωληθούν στους 10 πρώτους στα ₤90. Αν όμως πέσει από τον ουρανό ₤1 παραπάνω στα χέρια αυτού του 10ου «Marginal Buyer», η τιμή του αγαθού θα αυξηθεί στα ₤91. Θα αυξηθεί επίσης και το κέρδος του εμπόρου και ο μισθός του υπαλλήλου του. Και αυτό επευφημούν οι «μετά τον Keynes οικονομολόγοι» και προωθούν οι δημοκόποι πολιτικοί. Ωστόσο, στο παράδειγμά μας, κανείς δεν έγινε πιο πλούσιος, απλά η αξία του νομίσματος υποτιμήθηκε κατά 1,1%.
Ένα άλλο αποτέλεσμα του «παραπανίσιου» χρήματος στην αγορά είναι η διαστρέβλωση των επιχειρηματικών projects. Ας πούμε πως ως επιχειρηματίας έχω μπροστά μου τέσσερα σχέδια ιεραρχημένα βάσει των πιθανοτήτων επιτυχίας τους p1, p2, p3, p4. Υπό κανονικές συνθήκες έχω κεφάλαιο μόνο για τα δυο πρώτα. Με την επιπλέον οικονομική δυνατότητα που έχω (i.e. επιδότηση, θαλασσοδάνειο) τα δύο αμφιβόλου επιτυχίας p3, p4 μου φαίνονται εξίσου προσοδοφόρα. Το χρηματικό πλεόνασμα δημιουργεί υπερπληθώρα υπηρεσιών και αγαθών χαμηλότερης ποιότητας. Και πληθωρισμός είναι εξίσου αυτή η πτώση της ποιότητας. Και είναι το σημείο που μπορούμε να πούμε σαφώς πως το χρήμα προκαλεί αλλοτρίωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και «πραγμοποίηση» (reification) των αγαθών.
Αν το χρήμα είναι αγαθό όπως ο χρυσός, κάθε είσοδος καινούριας ποσότητας στην αγορά είναι φυσική ανταλλαγή προϊόντος εργασίας. Αντίθετα η παραγωγή χάρτινου, πιστωτικού χρήματος είναι ανέξοδη και η είσοδός του γίνεται απλά αλλάζοντας τα πιστωτικά μεγέθη.
Για τον Mises το επιτόκιο (rate of interest) είναι φαινόμενο της Αγοράς (market phenomenon) και όχι τραπεζική ή κρατική υπόθεση. Όπως είχε πει και ο Hume9 , είναι η αύξηση του εμπορίου και της παραγωγής αυτή που το χαμηλώνει, και όχι η χρηματική πληθώρα. Όσο μεγαλύτερη η εμπορική και παραγωγική δραστηριότητα, τόσο περισσότερο κεφάλαιο δημιουργείται και σωρεύεται από περισσότερα χέρια. Και όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των δανειστών, τόσο περισσότερο χαμηλώνει το επιτόκιο. Αντίθετα, οι οικονομολόγοι-γραφειοκράτες αντιστρέφουν στη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Ο λόρδος Keynes, αναφέρει ο Mises10 , δήλωνε πως η πιστωτική επέκταση (credit expansion) πραγματοποίησε «ένα θαύμα…την μετατροπή της πέτρας σε ψωμί» (Paper of the British Experts, April 8, 1943). Αυτό που βλέπουμε, συνεχίζει ο Mises, μετά το ξεφούσκωμα μιας επιχειρηματικής άνθησης που προκαλεί η μείωση του επιτοκίου, είναι πως όλο αυτό ήταν ένα «φακιρικό κόλπο». Η Αγορά μετά την τεχνητή άνθιση παρουσιάζει πληθωρισμό και τελικά κρίση και ύφεση. Με την υποτίμηση του νομίσματος τα αγαθά γίνονται φτηνά και ανταγωνιστικά στο εξωτερικό και μόνον έτσι ρέει ξανά χρήμα στη χώρα και η κατάσταση γυρνάει στην αρχική. Αυτή είναι η ουσία της A(ustran)B(usiness)C(ycle) theory11 . Ελλείψει τραπεζοπιστωτικού συστήματος δεν θα είχαμε «Κύκλους» ξαφνικών ανθίσεων και κρίσεων. Αν είχαμε, θα ήταν περιορισμένα φυσικά ανεβοκατεβάσματα, που οφείλονται στην καινοτόμο φύση του Καπιταλιστικού συστήματος, όπως θά ʼλεγε ο Schumpeter12 .
5.ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο Rothbard στο «Mystery of Banking» διηγείται, πως καταρχάς, υπάρχουν δυο είδη τράπεζας. Οι δανειστικές και οι καταθετικές. Π.χ. ένας αναγεννησιακός έμπορος μαλλιού και μεταξιού (i.e.Medici)., μπορεί να δανείζει έναντι τόκου τα κέρδη που έχει βάλει στην άκρη, σε ηγεμόνες για να καλύψουν τα πολεμικά τους έξοδα. Από την άλλη, υπάρχουν έμποροι που έχουν ανάγκη να φυλάξουν τον χρυσό που μάζεψαν, και κάποιος προσφέρει τα θησαυροφυλάκια του έναντι ενοικίου.
Όταν η Τράπεζα είναι μικτού τύπου, υπάρχουν δυο είδη πίστωσης, μας λέει ο Mises. Commodity credit (Sachkredit) και circulation credit (Zirkulationskredit)13 .
Το πρώτο είναι όταν η τράπεζα παίζει τον μεσίτη ανάμεσα στους αποταμιεύοντες και αυτούς που έχουν ανάγκη τις αποταμιεύσεις τους. Οι δεύτεροι τις δανείζονται, αγοράζουν αγαθά για τις επιχειρήσεις τους και επιστρέφουν ένα κομμάτι από τα κέρδη τους στους αποταμιεύοντες ως τόκο. Είναι μια απόλυτα λογική διεργασία που δεν ενοχλεί την αγοραστική ικανότητα του νομίσματος. Αυτή η τράπεζα είναι μια τράπεζα με πλήρες απόθεμα.
Το δεύτερο είναι όταν η τράπεζα είτε τυπώνει χρήμα, είτε πιστώνει τους οφειλέτες της σε καταθετικούς λογαριασμούς. Δημιουργεί πίστωση από το τίποτε («out of thin air»). Ο Rothbard περιγράφει λεπτομερώς πως δουλεύει το τραπεζικό σύστημα που γνωρίζουμε, με μια Κεντρική τράπεζα και εμπορικές τράπεζες με «κλασματικό απόθεμα» (fractional reserve) οι οποίες διαχειρίζονται ανταλλαγές πέραν των αποταμιεύσεων που έχουν. Αυτές, ως «επιχειρήσεις» είναι «εγγενώς χρεοκοπημένες» (inherently bankrupt). Αυτή την ευνοϊκή μοίρα την οφείλουν στο γεγονός πως έχουν πιστωτικούς λογαριασμούς στην Κεντρική Κρατική Τράπεζα μέσω της οποίας διαχειρίζονται λογιστικά τα χρέη τους. Το όλο σύστημα είναι ένα παιχνίδι «πυραμίδας» και επιτρέπει την πιστωτική επέκταση.
6. Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ
Όταν μπήκαν οι Γάλλοι στο Άμστερνταμ, ανακάλυψαν πως τα υπόγεια της παντοδύναμης τράπεζας του Άμστερνταμ ήταν άδεια. Αντίθετα, με την εφεύρεση των Κεντρικών Τραπεζών οι εμπορικές τράπεζες γλυτώνουν την χρεοκοπία αφού έχουν ως κάλυψη την Κεντρική Τράπεζα. Οι Κεντρικές Τράπεζες δημιουργήθηκαν ως κρατικό τέχνασμα. Ήδη από τον καιρό των Αναγεννησιακών πολέμων οι πόλεις-κράτη αντί να ζητούν φόρους από τους πλουσίους, τους πρότειναν την αγορά ομολόγων (securities). Αυτά τα ομόλογα άλλαζαν χέρια σχηματίζοντας ένα άτυπο χρηματιστήριο. Στην Βρετανία μετά το τέλος των εμφυλίων της διενέξεων και την αρχή των επεκτατικών της πολέμων, οι πολιτικοί μηχανεύτηκαν το εξής: Εξέδωσαν κρατικά ομόλογα και τα παρεχωρήσαν σε ένα ίδρυμα που δημιούργησαν, την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία θα εξέδιδε έκτοτε χάρτινο χρήμα, έχοντας ως απόθεμα τα ομόλογα, δηλαδή τις μελλοντικές κρατικές εισπράξεις (κατά το πλείστον, φόρους)14 . Παρόμοια τακτική ακολούθησαν οι νεοϊδρυθείσες Η.Π.Α. αποφεύγοντας την άμεσο φορολόγηση που είχε αποτελέσει αίτιο της Επανάστασης. Έτσι λοιπόν σχηματίζεται το rationale της Κεντρικής τράπεζας. Με την τελική κατάργηση του Gold-Standard που υποχρέωνε τις τράπεζες να εξαργυρώνουν τα χαρτονομίσματα σε χρυσό, η κρατική σκοπιμότητα, διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κυριάρχησε στην Αγορά ολοκληρωτικά.
Σήμερα τα δημόσια χρέη και ελλείμματα δεν προέρχονται τόσο από πολέμους αλλά από πολιτικούς οι οποίοι «πωλούν» στη μάζα τεχνητούς παραδείσους που θα εκμηδενίσουν τις «ανισότητες του Καπιταλισμού». Ο Καπιταλισμός στην ιδεοτυπική του μορφή (δηλαδή χωρίς το πληθωριστικό τραπεζοπιστωτικό σύστημα του fractional reserve) βασίζεται στη φυσική ανισότητα. Αφού παρερμήνευσαν την φυσική ανισότητα ως κοινωνική, οι κοσμορύστες και λυτρωτές κυβερνήτες κατόρθωσαν με την «ρύθμιση» της Αγοράς να δημιουργήσουν τεχνητές ανισότητες, ευνοώντας όποιον «πωλεί αέρα». Δυστυχώς για αυτούς η Αγορά έχει τη δική της λογική, αυτή που περιγράφουν οι Αυστριακοί σοφοί. Ό,τι είδαμε μπροστά μας τους τελευταίους μήνες ήταν η συσσώρευση της αποτυχίας τους να ξεγελάσουν τη φύση των πραγμάτων και τον Χρόνο. Το πρόβλημα είναι πως έχουν σκοπό να το συνεχίσουν, συγχύζοντας το νου κάθε ανθρώπου που μπορεί να σχηματίση την απλή λογική αναλογία: αν δεχτούμε πως οι οικονομολόγοι μπορούν να «ρυθμίζουν» την Αγορά, πρέπει να δεχτούμε πως οι κριτικοί τέχνης μπορούν να δημιουργούν Τέχνη και οι ψυχαναλυτές, ονείρατα.
Πηγή: http://www.epikairo.gr