Ο χαρισματούχος υποτακτικός – αναπάντητα ερωτηματικά
22 Δεκεμβρίου 2008
Ο ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (1912- 1990)
(8ο )
Κατά τις πρώτες ημέρες της ασκήσεως του Γέροντος, στον πνευματικό αγώνα που ξεκινούσε, έλειπαν εντελώς η προβολή αυθεντικού πατερικού παραδείγματος και η ανάλογη κατήχηση στον αρχάριο. Με την μελέτη που έκανε στους βίους των Πατέρων είχε αρκετά καταρτισθεί και ξεπέρασε τα πρώτα κύματα των λογισμών και της ζάλης του πολέμου, που συμβαίνουν στην μεταλλαγή του τρόπου ζωής. Ευμέθοδα αντιμετώπιζε την βία των αντιθέσεων και των παθών, που συναντούσε στην σκληρότητα των πειρασμών. Χωρίς πνευματικά εφόδια από τους απλούς Γέροντες, αντιμετώπιζε σκληρούς πειρασμούς, γυρίζοντας στους δρόμους του Άθωνα προς τις Μονές και τα Κελλιά για την μεταφορά του εργοχείρου ή την εκπλήρωση άλλων αναγκών.
Η αγνή όμως πρόθεση, μολονότι απουσιάζει η πείρα προκαλεί τον φωτισμό της Χάριτος. Μας τόνιζε ότι η θεία Χάρις τον παρηγορούσε και τον σκέπαζε με μόνη την αγνή πρόθεσή του να ευαρεστήσει τον Θεό με την τήρηση του θελήματός του. Και σε μία απλή πρσευχούλα, που απαιτούσε η περίσταση, η απάντηση ήταν άμεση. « Δέσποινα του κόσμου και αληθινή μας μανούλα, θα με αφήσεις να πλανηθώ ή να κινδυνεύσω, αφού ελπίζω και σε παρακαλώ;». Πρίν τελειώσει την μικρή του αυτή ικεσία η πληροφορία του ήταν πλήρης και η χαρά του ανείπωτη…
Ομολογούσε ο ίδιος γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής του κοντά στους Γέροντές του: « Ήταν άνθρωποι απλοί. Το εργόχειρο, την ακολουθία τους και τίποτε περισσότερο. Όταν ήλθα στο Άγιον Όρος ζητούσα ένα πράγμα, και εγώ δεν ήξερα. Το εργόχειρο το κάεις την ημέρα. Την νύκτα κάνεις τα πνευματικάσου. Αυτά δεν με γέμιζαν, δεν με ικανοποιούσαν. Ήθελα κάτι ανώτερο, κάτι περισσότερο από αυτά. Ο γέρο Νικηφόρος καλός ήταν, αλλά δεν μπορούσε να σε διδάξει ένα δρόμο, που δεν πέρασε, γιατί δεν τον γνώριζε».
Τα αναπάντητα ερωτηματικά πλήθαιναν, ιδιαίτερα μετά τις πνευματικές καταστάσεις που άρχισε να ζει. Κάποτε, όταν ο συνασκητής του π. Προκόπιος διάβαζε τον Προοιμιακό στον Εσπερινό αρπάχτηκε ο νους του παπα εφραίμ υψηλά και φώναζε όλη τη κτίση να δοξολογήσει τον Θεό. Μόλις τελείωσε ο ψαλμός “επανήλθε” και μάλιστα τον έσπρωξε ο π. Προκόπιος, γα να πεί το «και νυν και αεί…» ώστε να συνεχίσουν το Κάθισμα του Ψαλτηρίου.
Μία φορά που ο γέρο Νικηφόρος επέστρεφε από την Αθήνα στο Άγιον Όος έβλεπε ο παπα Εφραίμ με τα διορατικά μάτια της ψυχής του το πλοίο και τον Γέροντα που ταξίδευε. Μάλιστα διάβασε και το όνομα του πλοίου που λεγόταν Σεμίραμις.
Ήλθαν όμως ανώτερες καταστάσεις. Η θεία Χάρις τον ανέβασε σε δυσθεώρητα ύψη, σε άλλους κόσμους. Εκεί έζησε τα “άρρητα”. Κανένας λογισμός ανθρώπινος δεν υπήρχε. Όταν επανήλθε βρήκε τον εαυτό του στην ίδια θέση που βρισκόταν και σκέφτηκε το «εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» (βλ. Ψαλ. 145, 4).
Ποιός όμως θα του ερμήνευε όλα αυτά τα ερωτήματα που είχε; Ποιός θα τον βοηθούσε να προχωρήσει στην πνευματική ζωή;
Συνεχίζεται…